Οι «παλιννοστούντες» μετανάστες αποτελούν μια υποκατηγορία των ομογενών μεταναστών, δηλαδή των ατόμων που ανήκουν στην ελληνική διασπορά και εγκαθίστανται ή «επιστρέφουν» στην Ελλάδα, που με τη σειρά τους, ανήκουν στην γενική κατηγορία των μεταναστών. Στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζονται «παλιννοστούντες», πληθυσμιακές ομάδες με ιστορική καταγωγή από περιοχές που ήταν υπό την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού (κυρίως από τον Πόντο και τη Μαύρη Θάλασσα). Τα άτομα αυτά διακρίνονται από τους άλλους μετανάστες από το γεγονός ότι έχουν ελληνική καταγωγή και ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Ο όρος «παλιννοστούντες», ωστόσο, δεν είναι ακριβής. Η σύγχρονη μετανάστευσή τους στην Ελλάδα δεν συνιστά παλιννόστηση, σε αντίθεση με την πρώτη γενιά πολιτικών προσφύγων: μόνο εκείνη η γενιά εκπατρίστηκε και αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα (Βεργέτη, 2004). Οι πληθυσμιακές ομάδες που εξετάζουμε ανήκουν στην ελληνική διασπορά: κατοικούσαν σε περιοχές αποκομμένες από την ελληνική επικράτεια, τουλάχιστον από τα βυζαντινά χρόνια, και μετά από πολλές μετεγκαταστάσεις βρέθηκαν σε περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως η Γεωργία, η Αμπχαζία, το Καζακστάν, κ.ά. (Βεργέτη, 1998). Στη συνέχεια του κειμένου, επιλέγουμε τον όρο «ομογενείς μετανάστες» και όχι τον όρο «παλιννοστούντες», καθώς θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια στα πραγματολογικά δεδομένα.
Οι ομογενείς μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Αλβανούς υπηκόους (Βορειοηπειρώτες και μη) αποτέλεσαν το μεγαλύτερο μέρος της μαζικής μεταναστευτικής ροής της δεκαετίας του 1990 προς την Ελλάδα, που ακολούθησε την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Με βάση σχετικές εκτιμήσεις, τη δεκαετία του 1990, πάνω από 1.000.000 πολίτες τρίτων χωρών εισήλθαν στην Ελλάδα παράνομα ή παραβίασαν τα χρονικά όρια της ταξιδιωτικής τους βίζας (Fragiskou κ.ά., 2020, σ. 15), αριθμός χαρακτηριστικός του σημαντικού αντικτύπου που είχε την εποχή εκείνη η μετανάστευση προς τη χώρα μας. Από αναλυτικότερα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, που σημειώνει ο Κ. Τσακίρης (2005, σ. 480), διαπιστώνεται ότι από το 1987 έως και το πρώτο εξάμηνο του 1993 είχαν αφιχθεί στη χώρα 47.436 άτομα από τις χώρες της πρώην Ένωσης Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ), αριθμός που αναμενόταν να πολλαπλασιαστεί τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Για την υποδοχή των ομογενών από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ ακολουθήθηκαν ειδικές και γενικά ευνοϊκότερου χαρακτήρα πολιτικές ένταξης, ραχοκοκαλιά των οποίων ήταν η άμεση χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας. Άλλες πολιτικές ήταν η χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος για εγκατάσταση και επιδόματος ανεργίας για τους πρώτους μήνες αυτής, η φοροαπαλλαγή των περιουσιακών στοιχείων που προσκόμιζαν οι ομογενείς μετανάστες κατά την είσοδό τους στη χώρα, η παροχή φροντιστηριακών μαθημάτων και τμημάτων υποδοχής για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, η παροχή προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης και επαγγελματικού προσανατολισμού. Ειδικότερα στον τομέα της κατοικίας, τα μέτρα που υιοθετήθηκαν περιλάμβαναν τη χορήγηση δωρεάν στέγασης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε κέντρα φιλοξενίας, σε μισθωμένες ή παραχωρημένες κατοικίες και σε οικισμούς υποδοχής1, την παροχή μόνιμων κατοικιών, κυρίως σε περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης (για περιορισμένο αριθμό σε σχέση με τις ανάγκες) και τη χορήγηση στεγαστικών δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας, υπό ευνοϊκούς όρους και με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο αυτό μέτρο επέλεξε να χρησιμοποιήσει και η πλειονότητα των ομογενών μεταναστών, δεδομένης της ευελιξίας που προσέφερε στην επιλογή τόπου κατοικίας. Η συνθήκη της ευελιξίας ήταν αναγκαία υπό την τάση εγκατάστασης των νεοεισερχομένων στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, δηλαδή στις πόλεις όπου είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται τα συγγενικά ή φυλετικά δίκτυα υποστήριξης και αλληλοβοήθειας.
Οι νεοεισερχόμενοι ομογενείς έφταναν στη χώρα με την πρόθεση της «επιστροφής» στην πατρίδα, με άλλα λόγια, με την προσδοκία για μόνιμη εγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Ανάλογα και η ελληνική Πολιτεία αναγνώριζε τη σκοπιμότητα αυτή στη συγκεκριμένη μεταναστευτική ομάδα, υποστηρίζοντας –στον βαθμό και με τον τρόπο που το έπραξε– τη διευθέτηση του στεγαστικού ζητήματος που προέκυπτε με την έλευσή τους. Τα παραπάνω στοιχεία αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις δημιουργίας μεταναστευτικών θυλάκων ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση στη Θεσσαλονίκη, η οποία υπήρξε ο κύριος πολεοδομικός υποδοχέας της παρένθετης αυτής μεταναστευτικής ομάδας στη χώρα.
Το άρθρο που ακολουθεί βασίζεται στις δημοσιεύσεις (Κατσαβουνίδου & Κούρτη, 2008; Katsavounidou & Kourti, 2008) της συγγραφικής ομάδας προκειμένου να διαχυθούν τα αποτελέσματα έρευνας που είχε διεξαγάγει, μαζί με άλλους ερευνητές και ερευνήτριες, για το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας το 2006 και αφορούσε τους αστικούς μετασχηματισμούς που είχαν προκληθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης λόγω του φαινομένου της μετανάστευσης (Κατσαβουνίδου & Κούρτη, 2006; Κούρτη & Κατσαβουνίδου, 2006). Κατά την εκπόνηση της έρευνας αυτής διαπιστώθηκε από νωρίς ότι οι επιπτώσεις με τον εντατικότερο αντίκτυπο στην κοινωνική γεωγραφία και τον χώρο της πόλης, κυρίως στις βορειοδυτικές περιοχές της, προέρχονταν από τις στρατηγικές κατοίκησης των ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Το «ρίζωμα στον τόπο»: Τοπία κατοίκησης ομογενών μεταναστών από την πρώην Σοβιετική Ένωση στις δυτικές παρυφές της Θεσσαλονίκης
Το προφίλ της μετανάστευσης στη Θεσσαλονίκη
Από το 1991 και μετά, η μετανάστευση χιλιάδων ανθρώπων από τα Βαλκάνια και την πρώην Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα αλλάζει δραστικά το αστικό τοπίο των μεγάλων πόλεων. Για τους σκοπούς της έρευνας, το 2006, χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα της απογραφής της ΕΣΥΕ (2001) και της απογραφής για τους ομογενείς μετανάστες («παλιννοστούντες») που πραγματοποίησε η Γενική Γραμματεία Παλιννοστούντων Ομογενών το 2000 (Καμενίδης, 2002). Συνδυάζοντας τις δύο αυτές πηγές, διαπιστώθηκε ότι για την περιοχή της Θεσσαλονίκης ειδικά, η εγκατάσταση μεταναστών είχε μια ιδιομορφία: ενώ στην πρωτεύουσα και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις η μεγαλύτερη μεταναστευτική ομάδα ήταν η αλβανική, στη Θεσσαλονίκη το 62% των μεταναστών προέρχονταν από την πρώην ΕΣΣΔ και μόλις το 31% από την Αλβανία (Κατσαβουνίδου και Κούρτη, 2006). (Γράφημα 1)
Η πλειονότητα των μεταναστών από την πρώην Σοβιετική Ένωση είναι ομογενείς, δηλαδή άτομα με ελληνική εθνική καταγωγή, που αυτοπροσδιορίζονται ως Πόντιοι. Ήδη το 2000 καταγράφονται στη Θεσσαλονίκη εντυπωσιακοί αριθμοί: 51.000 ομογενείς μετανάστες, δηλαδή ο ένας στους τρεις που έχουν έρθει στην Ελλάδα, ζουν στον Nομό Θεσσαλονίκης, κι από αυτούς οι 43.000 στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης (Καμενίδης, 2002). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι καθοριστικό ρόλο για την εγκατάστασή τους στην πόλη πρέπει να έπαιξαν οι δεσμοί κοινότητας των νεοφερμένων ομογενών με τους ντόπιους Πόντιους, απογόνους των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922.
Ελάχιστοι από αυτούς τους μετανάστες είχαν γνώση της (νέας) ελληνικής γλώσσας όταν έφτασαν. Η τοπική τους διάλεκτος ήταν για αιώνες η ποντιακή, ενώ πολλές κοινότητες, μετά από πολύχρονη καταπίεση και εκφοβισμό τόσο από τους Οθωμανούς όσο και από το σοβιετικό καθεστώς, δεν μιλούσαν ούτε ποντιακά, αλλά ρωσικά, γεωργιανά, ακόμη και τουρκικά. Παρ’ όλα αυτά, σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτισμικής τους ταυτότητας ήταν η ελληνορθόδοξη πίστη αλλά και η αίσθηση ξενότητας ως προς τον ντόπιο πληθυσμό, που τονιζόταν από τη μεταχείρισή τους ως «ελληνικής μειονότητας» από το σοβιετικό κράτος. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι πληθυσμοί αυτοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες, παρά το ότι δεν είχαν μιλήσει ποτέ τη νέα ελληνική γλώσσα. Αποζητούσαν δε την επιστροφή στην «πατρίδα», μια πατρίδα που δεν είχαν κατοικήσει ποτέ ούτε οι νέες γενιές ούτε οι πρόγονοί τους, και που υπήρχε μόνο ως ένα φαντασιακό σχήμα στην κοινή συνείδησή τους. Είναι ενδιαφέρον ότι η ελληνική Πολιτεία υποδέχθηκε την ομάδα αυτή των μεταναστών πολύ διαφορετικά από τους υπόλοιπους, αλλογενείς μετανάστες, αλλά και από τους ομογενείς Βορειοηπειρώτες. Οι περισσότεροι ομογενείς από την πρώην ΕΣΣΔ της πρώτης φάσης εγκατάστασης έχουν πάρει σήμερα την ελληνική ιθαγένεια, γεγονός που συνεπάγεται την τυπική εξομοίωσή τους με τους γηγενείς, παρότι τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, και ιδίως η γλώσσα, εξακολουθούν να είναι ισχυροί διαφοροποιητικοί παράγοντες2.
Μοντέλα κατοίκησης των ομογενών στην πόλη
Η μετανάστευση των ομογενών προς τη φαντασιακή «πατρίδα» έχει κοινά στοιχεία με εκείνα της οικονομικής μετανάστευσης, έχει όμως και σημαντικές διαφορές. Σε αντίθεση με τους άλλους μετανάστες, που έρχονται στην Ελλάδα κυρίως μόνοι, για να εργαστούν, οι ομογενείς έφτασαν στην Ελλάδα με τις οικογένειές τους, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, δηλαδή μεγάλο ποσοστό μη ενεργού πληθυσμού. Επομένως οι ανάγκες στέγασης και διαβίωσης ήταν ιδιαίτερα αυξημένες. Το άλλο γνώρισμα της εγκατάστασής τους είναι η μονιμότητα: ενώ οι άλλοι μετανάστες έχουν μια πατρίδα στην οποία αναφέρονται και ίσως θέλουν κάποια στιγμή να επιστρέψουν σ’ αυτήν, πρόθεση και προσδοκία των ομογενών είναι να εγκατασταθούν για πάντα στην Ελλάδα. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να συνεπικουρεί η απόφαση της ελληνικής Πολιτείας για χορήγηση στους «παλιννοστούντες» δανείων με ευνοϊκούς όρους για απόκτηση πρώτης κατοικίας, μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ3.
Με κίνητρο την αγορά κατοικίας που να ανταποκρίνεται στο χαμηλό ποσό του δανείου, ένας μεγάλος αριθμός ομογενών επέλεξε από το έτος 2000 και μετά να εγκατασταθεί σε περιοχές της Θεσσαλονίκης με χαμηλές αξίες γης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Νικόπολης, μιας περιοχής περίπου 450 στρεμμάτων στη βόρεια επέκταση του τότε Δήμου Σταυρούπολης (Χάρτης 1). Γεωγραφικά, η Νικόπολη διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο αστικό ιστό από δύο ισχυρά όρια, τους άξονες της περιφερειακής οδού (νότια) και της οδού Λαγκαδά (ανατολικά) (Χάρτης 2). Σε αυτή την περιοχή άρχισε να εφαρμόζεται, από το 1998 και μετά, ο μηχανισμός του Κοινωνικού Συντελεστή, μιας πολεοδομικής ρύθμισης με την οποία παραχωρείται δικαίωμα μεγαλύτερου συντελεστή δόμησης σε οικόπεδα που βρίσκονται σε επεκτάσεις σχεδίων πόλεων, με αντάλλαγμα για τον οικείο Δήμο ποσοστό 60% έως 80% επί των επιπλέον κτισμένων επιφανειών4. Στη Νικόπολη, ενώ ο αρχικός συντελεστής δόμησης ήταν 0,8 με την υπαγωγή της περιοχής στη Ζώνη Κοινωνικού Συντελεστή (ΖΚΣ), τελικά τα οικόπεδα κτίζονται με συντελεστή δόμησης 2,0. Λόγω αυτής της ρύθμισης, παρά τη δυσμενή θέση της περιοχής στον πολεοδομικό ιστό, η ανοικοδόμηση της Νικόπολης συντελέστηκε με ταχείς ρυθμούς, ιδίως μετά το 2000, οπότε και δόθηκε η δυνατότητα των άτοκων στεγαστικών δανείων στους ομογενείς. Το 1998 εκδίδονται τρεις οικοδομικές άδειες με εφαρμογή κοινωνικού συντελεστή, το 1999 επτά άδειες, το 2000 δεκατρείς οικοδομικές άδειες, το 2001 δεκαπέντε οικοδομικές άδειες, το 2002 δεκατέσσερις άδειες, το 2003 δεκαεννέα άδειες, το 2004 δεκαεννέα άδειες, και το 2005 πέντε οικοδομικές άδειες. Έως τον Μάρτιο του 2006 (κατά τη χρονική στιγμή διεξαγωγής της έρευνας) βρίσκονταν σε εκκρεμότητα διεκπεραίωσης συνολικά 25 ακόμη άδειες. Το 2006 ο πληθυσμός της Νικόπολης είχε ήδη φτάσει τους 6.200 κατοίκους, έχοντας ξεπεράσει τον προβλεπόμενο σε σημείο «δομικού κορεσμού».
Στη ραγδαία οικοδόμηση της Νικόπολης (Εικόνες 1, 2) φαίνεται να έπαιξε καταλυτικό ρόλο η χορήγηση των στεγαστικών δανείων στους ομογενείς και η επακόλουθη αύξηση της ζήτησης διαμερισμάτων με χαμηλή αξία. Οι εργολάβοι προσάρμοσαν τον σχεδιασμό των τυπικών διαμερισμάτων στις οικονομικές δυνατότητες των ομογενών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τυπικό διαμέρισμα στις νέες οικοδομές είχε σχετικά μικρό μέγεθος (60 ως 70 τ.μ.) και περιελάμβανε έναν ημιυπαίθριο χώρο που μπορούσε να συνενωθεί με τους υφιστάμενους χώρους ή και να αποτελέσει ανεξάρτητο δωμάτιο από μόνος του.
Τη χρονική περίοδο διεξαγωγής της έρευνας, το 2006, η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ομογενών μεταναστών στη Νικόπολη ήταν ήδη εμφανής. Εκτός από τη ρωσική και γεωργιανή γλώσσα, που ακούγονταν παντού, τα ονόματα που αναγράφονταν στα θυροτηλέφωνα των οικοδομών, οι πανταχού παρόντες δέκτες δορυφορικής λήψης, οι ρωσικές ή δίγλωσσες επιγραφές των καταστημάτων, όλα έδιναν την εντύπωση ότι η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων είχαν καταγωγή από την πρώην Σοβιετική Ένωση (Εικόνα 3). Ωστόσο, παρά την απόκτηση στέγης, οι ομογενείς μετανάστες αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα κοινωνικού αποκλεισμού, με κύριο την ανεργία ή την υποαπασχόληση. Η υπόθεση που κάναμε ως ερευνήτριες ήταν ότι η δημιουργία μιας «συνοικίας ομογενών» (που όσο αναπτυσσόταν τόσο φαινόταν να απωθεί από την περιοχή τους γηγενείς Έλληνες) ίσως οδηγούσε στην περαιτέρω περιθωριοποίηση των κατοίκων της. Ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι η Νικόπολη βρίσκεται ήδη «στην άκρη της πόλης», αποκομμένη καθώς είναι, με φυσικά εμπόδια (οδικούς άξονες), από τις γύρω αστικές περιοχές5.
Μία άλλη περιοχή, σε άμεση γειτνίαση με τη Νικόπολη, που είχε γίνει τόπος κατοικίας ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο που διεξαγόταν η έρευνα είναι η Ευξεινούπολη (Χάρτης 1). Πρόκειται για έναν οικισμό αυθαιρέτων που άρχισε να κτίζεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασης των ομογενών στην πόλη, σε μια περιοχή εκτός σχεδίου, που ανήκε διοικητικά στην τότε Κοινότητα Ευκαρπίας. Η περιοχή βρισκόταν σε ασαφή πολεοδομική συνθήκη (Χριστοδούλου, 2008) και παρουσίαζε συγκέντρωση παραγωγικών μονάδων. Η συστηματική κατάτμηση των αγροτεμαχίων της περιοχής άρχισε το 1993 και έγινε από έναν συγκεκριμένο μεσίτη: «Από στόμα σε στόμα» μεταδόθηκε το νέο μεταξύ των ομογενών μεταναστών, «ότι εκεί μπορούσαν να χτίσουν και επειδή ήταν πρόσφυγες δεν θα τους πείραζαν», όπως χαρακτηριστικά μάς είπε σε συνέντευξή της μία κάτοικος του οικισμού κατά την επιτόπια έρευνα. Έτσι, σε μια περιοχή χωρίς δρόμους, αποχέτευση, νερό ή ηλεκτρικό, άρχισε η ανοικοδόμηση κατοικιών σε μη οικοδομήσιμα τμήματα γης, μεγέθους 150 ως 200 τετραγωνικών μέτρων. Κατ’ αναλογία με τους αυτογενείς οικισμούς της δεκαετίας του 1960, η Ευξεινούπολη κτίστηκε από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες. Όταν απαιτούνταν πολλά άτομα (π.χ. για τη διάστρωση των πλακών των ορόφων), βοηθούσαν συγγενείς και φίλοι με αντάλλαγμα το μεσημεριανό τραπέζι. Το κτίσιμο γινόταν εμπειρικά, παρά το ότι χρησιμοποιούνταν τα συνήθη υλικά και οι τεχνοτροπίες δόμησης της σημερινής εποχής (δηλ. σκελετός από οπλισμένο σκυρόδεμα, πλήρωση με πλίνθους). Αυτή είναι μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τους οικισμούς του 1960, στους οποίους η κατασκευή γινόταν από πρόχειρα και ευτελή υλικά. Η άλλη διαφορά είναι βέβαια στο μέγεθος και τους όγκους των κτισμάτων: οι περισσότερες κατοικίες έχουν τουλάχιστον τρεις ορόφους, ενώ συναντά κανείς και τετραώροφα και ελάχιστα πενταώροφα κτίσματα, καθώς η τάση είναι να κατοικούν όλοι οι συγγενείς μαζί, με μια πυρηνική οικογένεια ανά όροφο.
Καθοριστικό στοιχείο στην εντύπωση που αποκομίζει ο επισκέπτης της Ευξεινούπολης, τόσο το 2006 όσο και σήμερα, είναι η αίσθηση ότι τα κτίσματα της γειτονιάς είναι σε συνεχή εκκρεμότητα, καθώς φαίνεται να διανύουν, προφανώς εδώ και χρόνια, τη φάση του ανολοκλήρωτου (Εικόνες 4, 5). Σε άλλα κτίσματα υπάρχει μόνο ο σκελετός από σκυρόδεμα, σε άλλα λείπουν τα κουφώματα, σε άλλα τα επιχρίσματα, ενώ στα περισσότερα δεν έχουν βαφεί οι προσόψεις. Το οδικό δίκτυο είναι υποτυπώδες, δεν υπάρχουν πεζοδρόμια, ενώ λείπουν εντελώς κοινόχρηστοι χώροι και πράσινο. Η αίσθηση της αταξίας και της γενικότερης υποβάθμισης του χώρου, δομημένου και μη, εντείνεται περισσότερο από την ύπαρξη βιομηχανικών εγκαταστάσεων στην ευρύτερη περιοχή, οι περισσότερες σε εγκατάλειψη. Μαζί με τις ημιτελείς κατοικίες και τους «απαραίτητους» δορυφορικούς δίσκους, συνυπάρχουν μαντρότοιχοι, γεφυροπλάστιγγες και πυλώνες μεταφοράς ενέργειας. Επιπλέον όλων των προηγούμενων στοιχείων υποβάθμισης και ανασφάλειας, είναι αμφίβολο κατά πόσο οι κατασκευές έχουν προδιαγραφές αντισεισμικής αντοχής. Επίσης μακροπρόθεσμα θα φανεί κατά πόσο η υγεία των κατοίκων επηρεάζεται από την άμεση γειτνίαση των σπιτιών με ρεύματα υψηλής τάσης αλλά και επικίνδυνες βιομηχανικές χρήσεις, που αν και εγκαταλελειμμένες φαίνεται να εξακολουθούν να επηρεάζουν την περιοχή (Χάρτης 2). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της χημικής βιομηχανίας ΔΙΑΝΑ, τα απόβλητα της οποίας (που παρέμειναν μέσα στο εργοστάσιο όταν εκείνο σταμάτησε να λειτουργεί) έχουν μολύνει το υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής6.
Μέσα σε αυτό το επισφαλές περιβάλλον, ενώ βλέπει κανείς τα παιδιά του οικισμού να παίζουν μέσα στα σκουπίδια και στα συρματοπλέγματα (Εικόνα 6), δίπλα σε ανοικτούς αποχετευτικούς αγωγούς, και ενώ οι κάτοικοι για μια δεκαετία έπιναν νερό με καρκινογόνες ουσίες, οι «διακριτικές» επεμβάσεις των φορέων της Πολιτείας στην περιοχή μοιάζουν οξύμωρες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στην Ευξεινούπολη τοποθετήθηκε από την τότε Νομαρχία ένα μνημείο για τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού και κτίστηκε ένα πολιτιστικό κέντρο από την Κοινότητα Ευκαρπίας στην οποία εντάσσονταν διοικητικά μέχρι το 2011 ο οικισμός. Λειτουργεί επίσης μια (ημιυπόγεια, την εποχή της έρευνας) εκκλησία που υπάγεται στη Μητρόπολη Νεαπολέως-Σταυρουπόλεως και στην οποία η λειτουργία τελείται στη ρωσική γλώσσα. Φυσικά η χρήση του ημιυπόγειου χώρου ήταν προσωρινή, και υπήρχε ήδη η πρόθεση να συνεχιστεί η ανέγερση του ναού, όπως πρόδιδαν οι αναμονές του οπλισμού (Εικόνα 7).
Αντί συμπεράσματος
Από την επιτόπια έρευνα αναδείχθηκε ότι στους ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση υπάρχει έντονη τάση απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας, που πηγάζει αναμφισβήτητα από άμεσες ανάγκες, δηλαδή τη στέγαση της διευρυμένης οικογένειας, χωρίς όμως να εξαντλείται εκεί: σχετίζεται επίσης με την πολιτισμική θεώρηση ότι «το κτίσιμο του σπιτιού βοηθά στο ρίζωμα στον τόπο» (Βεργέτη, 1998, σ. 93), αλλά και με την επιθυμία της συγκέντρωσης στον ίδιο τόπο. Η Νικόπολη είναι μια περιοχή επέκτασης του σχεδίου πόλης πάνω από την περιφερειακή οδό, ανοικοδομημένη ταχύτατα μεν αλλά με όλα τα κοινά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής πόλης. Πολύ πιθανά δεν θα είχε αποκτήσει αυτή τη σύσταση πληθυσμού χωρίς την ακόλουθη διπλή συγκυρία: την εφαρμογή του μηχανισμού του Κοινωνικού Συντελεστή και τη διανομή των δανείων προς τους ομογενείς. Η Ευξεινούπολη είναι μια «παραφωνία», ένας χώρος κατοίκησης με προβλήματα περιβαλλοντικής υποβάθμισης πολύ πιο σημαντικά από το «τυπικό», δηλαδή την παράνομη οικοδόμηση. Οι δύο αυτές γειτονιές είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις στις οποίες τα δύο μοντέλα παραγωγής του χώρου («νόμιμο» και «αυθαίρετο», αντίστοιχα) ήρθαν να καλύψουν τις ίδιες πιεστικές ανάγκες για στέγαση ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού με χαμηλή κοινωνικοοικονομική θέση. Αν σκεφτεί κανείς ότι πολλά χρόνια πριν, τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι ίδιοι μηχανισμοί (ανοικοδόμηση μέσω αντιπαροχής και αυθαίρετη δόμηση) λειτούργησαν για να ενσωματώσουν στην πόλη τους ανθρώπους που ήρθαν από την ύπαιθρο ως εσωτερικοί μετανάστες, εντοπίζεται εδώ μια ενδιαφέρουσα αναλογία αλλά και μια αξιοσημείωτη στασιμότητα.
Είναι ενδιαφέρον πώς δύο περιοχές, που ως περιβάλλοντα κατοίκησης έχουν πολύ διαφορετικές ποιότητες, έχουν σήμερα αποκτήσει την ίδια «ταυτότητα», αυτήν της συνοικίας «παλιννοστούντων» ομογενών. Το ισχυρό αίσθημα κοινότητας των ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση βρίσκει τη χωρική του έκφραση στις γειτονιές που περιγράψαμε παραπάνω: με τη συγκέντρωσή τους στην ίδια περιοχή, λειτουργούν οι μηχανισμοί συντήρησης της κοινωνικο-πολιτισμικής ταυτότητας των μεταναστών, όχι όμως χωρίς παρενέργειες. Μετά τον ερχομό τους στη φαντασιακή πατρίδα, το αίσθημα της διαφορετικότητας που είχαν οι ομογενείς στις κοινωνίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ως «Έλληνες» στη συνείδηση, μοιάζει να έχει αντικατασταθεί από το αίσθημα ξενότητας ως προς τους γηγενείς. Όσον αφορά την παραγωγή του αστικού χώρου, από την άλλη, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι λειτούργησαν οι ίδιοι μηχανισμοί παραγωγής της κατοικίας, νόμιμοι και παράνομοι, όπως στο ιστορικό προηγούμενο (την εσωτερική μετανάστευση), αλλά και με «επιτυχία» ως προς την ταχεία επίλυση του στεγαστικού προβλήματος των νεοφερμένων. Ο δομημένος χώρος, τουλάχιστον όπως έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη ικανότητα «υποδοχής» από την κοινωνία που τον κατοικεί – ίσως γιατί κατεξοχήν στη χώρα μας θεωρείται προϊόν εμπορεύσιμο και ασφαλής πηγή κέρδους, οπότε η «ανεξέλεγκτη» ανάπτυξη δεν ενοχλεί, ίσως, τελικά, κανέναν.
Επίλογος
Το 2023, δεκαεπτά χρόνια μετά την έρευνα που περιγράφεται παραπάνω, οι περιοχές της Νικόπολης και της Ευξεινούπολης δεν έχουν αλλάξει σημαντικά. Μεγάλες εκτάσεις της Νικόπολης εξακολουθούν να είναι αδόμητες. Η Ευξεινούπολη επίσης παραμένει όπως ήταν όταν την επισκεφθήκαμε το 2006: με τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, τους μαντρότοιχους, τους αδιέξοδους δρόμους, την έλλειψη στοιχειωδών υποδομών όπως πεζοδρόμια και δημόσιοι χώροι (Εικόνες 8, 9).
Ακόμη και οι ημιτελείς –το 2006– κατοικίες παραμένουν σε μεγάλο ποσοστό όπως ήταν. Μεγάλο μέρος των κατοίκων φαίνεται να επέλεξε ξανά τον δρόμο της μετανάστευσης, αυτή τη φορά προς την Κύπρο και τη Δυτική Ευρώπη, σε αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Η μόνη αλλαγή –εντυπωσιακή και απογοητευτική συνάμα– είναι η ολοκλήρωση της εκκλησίας του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ: το κτίριο δεσπόζει σήμερα, με ολοκληρωμένο τον σκελετό από σκυρόδεμα αλλά χωρίς να είναι λειτουργικό (ο ναός εξακολουθεί να λειτουργεί στο ημιυπόγειο) και κυρίως με έναν επίχρυσο κρεμμυδόσχημο τρούλο που θαμπώνει με τη λάμψη του τον ορίζοντα της γειτονιάς (Εικόνα 10).
Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε μετά από χορηγία γνωστού ομογενή επιχειρηματία της πόλης. Κατά την τοποθέτησή του στη στέψη του ναού, παρέστησαν σύσσωμοι οι κάτοικοι της Ευξεινούπολης, υποδεχόμενοι με δέος αυτή την πράξη αγαθοεργίας στην κατά τα άλλα «ξεχασμένη» από την Πολιτεία γειτονιά τους (Εικόνα 11).
1Τη δραστηριότητα προσωρινής στέγασης είχε αναλάβει κυρίως το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (ΕΙΥΑΠΟΕ).
2Εκτός από την απόκτηση ιθαγένειας, η Πολιτεία έχει θεσπίσει μια σειρά άλλων ευνοϊκών ρυθμίσεων όπως η παραχώρηση έτοιμων κατοικιών, η διανομή οικοπέδων, η μοριοδότηση των ομογενών για την πρόσληψη σε θέσεις του δημόσιου τομέα κ.ά.
3Σύμφωνα με τον νόμο 2790/2000, δικαίωμα λήψης δανείου για αγορά πρώτης κατοικίας είχαν οι παλιννοστούντες από την πρώην Σοβιετική Ένωση και μόνο. Το δάνειο, που μπορούσε να φτάσει μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ, χορηγούνταν «με την εγγύηση του κράτους» (δηλαδή χωρίς προσημείωση του ακινήτου). Συγκεντρωτικά στοιχεία για τα δάνεια που δόθηκαν δεν υπάρχουν, αλλά σύμφωνα με δημοσίευμα που αφορούσε ορκωμοσία παλιννοστούντων από τον τότε Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, μέχρι τον Μάρτιο του 2004 στην Κεντρική Μακεδονία είχε αποδοθεί η ελληνική ιθαγένεια σε 9.000 ομογενείς και είχαν χορηγηθεί από την υπηρεσία 14.500 δάνεια (Photoreportage, 2004).
4Ο κοινωνικός συντελεστής αποτελεί πολεοδομικό εργαλείο το οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με τον Ν.1337/1983 (άρθρο 6, παρ. 6 ΦΕΚ 33Α) «Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις» και αρχικά παρουσιάστηκε ως «μεταβατικός». Σήμερα η εφαρμογή του κοινωνικού συντελεστή βασίζεται στο ΠΔ 14/27-7-99 «Κώδικας βασικής πολεοδομικής νομοθεσίας» (ΦΕΚ 580Δ/22-7-99, παράγραφοι 215 έως 220). Πρόκειται για την παραχώρηση δικαιώματος μεγαλύτερου συντελεστή δόμησης σε οικόπεδα που βρίσκονται σε επεκτάσεις σχεδίων πόλεων. Από αυτό το δικαίωμα, ο οικείος ΟΤΑ αποκτά ωφέλεια που μπορεί να κυμαίνεται από 60% έως και 80%. Το υπόλοιπο ποσοστό της διαφοράς του συντελεστή δόμησης επωφελείται ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου. Κατ’ αυτόν το τρόπο, και για τις περιοχές που ισχύει ο κοινωνικός συντελεστής, μπορούν οι οικείοι Δήμοι να αποκτήσουν ποσοστό δομήσιμων μέτρων ή και οικόπεδα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν για κοινωφελείς σκοπούς. Ζώνη Κοινωνικού Συντελεστή εφαρμόστηκε στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης σε άλλες δύο περιοχές εκτός από τη Νικόπολη Σταυρούπολης: στη Νέα Πολιτεία Ευόσμου και στον Άγιο Ιωάννη Καλαμαριάς.
5Χαρακτηριστικό είναι ότι η προσέγγιση του κέντρου πόλης γίνεται μέσω αερογέφυρας για πεζούς που περνά πάνω από την ταχείας κυκλοφορίας περιφερειακή οδό. Η περιοχή στερείται κεντρικές λειτουργίες, βασικές εξυπηρετήσεις κλπ.
6Κατά τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας, στους χώρους του εργοστασίου παρέμεναν την εποχή εκείνη 550 τόνοι φυτοφαρμάκων και 127 τόνοι αδρανή μη τοξικά υλικά. Τόσο η Ευξεινούπολη όσο και η γειτονική Νικόπολη υδροδοτούνταν από ιδιωτική γεώτρηση που λειτουργούσε 500 μέτρα μακριά από το εργοστάσιο της ΔΙΑΝΑ (Δήμος Παύλου Μελά, 2007).