Από το 2008 και έπειτα, οπότε τοποθετείται η αρχή της οικονομικής κρίσης και της λιτότητας, παρατηρήθηκε η εισαγωγή νέων μορφών αστικής διακυβέρνησης και αστικής αμφισβήτησης, που εκφράστηκαν μέσω μιας ανανεωμένης σχέσης των κατοίκων με τον δημόσιο χώρο σε τοπικό και συνοικιακό επίπεδο. Στο πλαίσιο της κρίσης, της λιτότητας, και της επακόλουθης υποβάθμισης του δημόσιου χώρου, ποικίλοι φορείς επιδίωξαν να παρέμβουν σε αυτόν, συχνά σε επίπεδο γειτονιάς, και μέσω της οικειοποίησής του δημιούργησαν νέους κοινοτικούς χώρους, όπως αυτο-οργανωμένα πάρκα, κοινοτικούς κήπους και πολιτιστικά φεστιβάλ σε δρόμους γειτονιών. Τα συμμετοχικά εγχειρήματα μέσω των οποίων από-τα-κάτω φορείς οικειοποιούνται και μεταμορφώνουν αστικούς χώρους εκκινούν είτε από προσπάθειες να αναπληρωθεί η ανεπάρκεια των τοπικών αρχών να διατηρήσουν τους δημόσιους χώρους ζωντανούς και λειτουργικούς είτε από απόπειρες για την οικοδόμηση εναλλακτικών αστικών χώρων (Tonkiss, 2013). Όπως περιγράφει ο Hou (2010, σ. 337), «σήμερα, η πιο ισχυρή και ευδιάκριτη έκφραση της συμμετοχής των πολιτών στον αστικό σχεδιασμό δεν εμφανίζεται στις νομικά κατοχυρωμένες δημόσιες συναντήσεις, αλλά στους δρόμους, τις κατειλημμένες τοποθεσίες και τους κοινοτικούς κήπους». Έτσι, αναδύθηκε ένα αρχιπέλαγος παρεμβάσεων μικρής κλίμακας στον δημόσιο χώρο, το οποίο είναι ιδιαίτερα εμφανές σε πόλεις της Νότιας Ευρώπης, με αστικά πειράματα όπως το Πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια, στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι μετέτρεψαν έναν χώρο στάθμευσης σε πάρκο γειτονιάς (Stavrides, 2016) ή ο αυτο-οργανωμένος κοινοτικός κήπος Esta Es Una Plaza στη Μαδρίτη της Ισπανίας (Harrison, 2020).
Στη Θεσσαλονίκη, αναπτύχθηκαν ποικίλα συμμετοχικά εγχειρήματα με διαφορετικές αφετηρίες, στόχους και πρακτικές, από διαφορετικούς φορείς. Τα εγχειρήματα αυτά μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις ευρείες κατηγορίες: (α) πρωτοβουλίες που οργανώνονται από-τα-κάτω, όπως η Ομάδα Αστικών και Περιαστικών Καλλιεργειών ΠΕΡ.ΚΑ, η οποία έχει δημιουργήσει αυτο-οργανωμένους λαχανόκηπους στο πρώην στρατόπεδο Καρατάσιου. (β) Πρωτοβουλίες από φορείς της κοινωνίας των πολιτών, όπως η ομάδα Tópio. Βασισμένη στην προσέγγιση του placemaking, έκανε, μεταξύ άλλων, συμμετοχικές παρεμβάσεις στο Πάρκο Κρήτης, σε συνεργασία με σχολείο της γειτονιάς, όπως οργάνωση πολιτιστικών δράσεων, δημιουργία προσωρινών καθιστικών και γκράφιτι. (γ) Πρωτοβουλίες οι οποίες εκκινούν από ειδικούς και επαγγελματίες, όπως ο κοινοτικός κήπος Kipos3-City as a resource, ο οποίος δημιουργήθηκε έπειτα από πρωτοβουλία τριών αρχιτεκτόνων σε συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τον Δήμο Θεσσαλονίκης (ΔΘ) και αφορούσε τη δημιουργία λαχανόκηπων που θα διαχειριζόταν η γειτονιά.
Το παρόν άρθρο εστιάζεται στην πρώτη κατηγορία και επιχειρεί να διερευνήσει και να φωτίσει τις ποικίλες διαστάσεις αυτών των συμμετοχικών εγχειρημάτων που οργανώνονται από κατοίκους ή ομάδες και πρωτοβουλίες. Συγκεκριμένα, εστιάζεται στο παράδειγμα της «Πρωτοβουλίας Γειτονιάς της Αλεξάνδρου Σβώλου» (στο εξής: Πρωτοβουλία Σβώλου). Η έρευνα στην οποία βασίζεται το κείμενο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής την περίοδο 2016-2018 (Καψάλη, 2019). Η συλλογή δεδομένων βασίστηκε κυρίως σε τρεις μεθόδους: (1) συνεντεύξεις με δέκα μέλη της Πρωτοβουλίας, ηλικίας μεταξύ 23 και 40 ετών, (2) συμμετοχική παρατήρηση και (3) συλλογή και ανάλυση εγγράφων και κειμένων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Θεωρητικό πλαίσιο
Οι έννοιες συμμετοχικός σχεδιασμός, συμμετοχική πολεοδομία, συμμετοχικά εγχειρήματα ή ευρύτερα συμμετοχικότητα στον δημόσιο χώρο δεν είναι καινούριες. Ωστόσο, από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και έπειτα, συναντούμε όλο και συχνότερα αναφορές σε πρακτικές και εγχειρήματα συμμετοχικής πολεοδομίας σε πόλεις της Ευρώπης και του κόσμου. Ο όρος συμμετοχική πολεοδομία (στην αγγλική βιβλιογραφία θα τον συναντήσουμε ως participatory urbanism ή συμμετοχικός σχεδιασμός – participatory planning) αναφέρεται στη διαδικασία παραγωγής του αστικού χώρου μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες. Αυτό σημαίνει πως πέρα από τους επίσημους φορείς σχεδιασμού και άσκησης πολιτικών για τον δημόσιο χώρο και την πόλη, στις διαδικασίες αυτές εμπλέκονται πολλοί και διαφορετικοί φορείς, όπως οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, πανεπιστήμια, επιχειρήσεις και κάτοικοι ή/και ομάδες κατοίκων.
Στη βιβλιογραφία, στους τομείς της πολεοδομίας και της αστικής γεωγραφίας, οι όροι συμμετοχικός σχεδιασμός και συμμετοχικά εγχειρήματα έχουν αναλυθεί ήδη από τη δεκαετία του 1970 (π.χ. Davidoff, 1965), και ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1990 (π.χ. Healey, 1997; Innes & Booher, 1999). Τις τελευταίες δεκαετίες, γεωγράφοι ερευνητές/τριες και σχεδιαστές/στριες προσπάθησαν να κατηγοριοποιήσουν αυτές τις δημόσιες παρεμβάσεις σε ομάδες με διάφορα ονόματα όπως Dο-It-Yourself (DIY- φτιάξ’ το μόνος σου) πολεοδομία (Iveson, 2013), αυτοσχέδια πολεοδομία (Tonkiss, 2013) ή προσωρινή πολεοδομία (Ferreri, 2021). Τα συμμετοχικά εγχειρήματα διακρίνονται από τις επίσημες πρακτικές σχεδιασμού καθώς χαρακτηρίζονται από ευελιξία, προσωρινότητα και πειραματική φύση. Μελετητές/τριες και επαγγελματίες συσχετίζουν τα από-τα-κάτω συμμετοχικά εγχειρήματα με ριζοσπαστικές αστικές θεωρίες, όπως η δουλειά του Ανρί Λεφέβρ σχετικά με το «δικαίωμα στην πόλη» (1996/1968). Επίσης, μια αναπτυσσόμενη πρόσφατη βιβλιογραφία συνδέει άμεσα ή έμμεσα τις πρωτοβουλίες αστικών περιοχών με τον πολιτικό ακτιβισμό και με το τοπίο που αναδύθηκε μετά την κρίση του 2008. Οι μελετητές/τριες συνδέουν την εμφάνισή τους με το γενικευμένο κύμα διαφωνίας μέσω της οποίας απλοί άνθρωποι προσπαθούσαν να «αντεπεξέλθουν και επίσης να αντισταθούν στις δραματικές αλλαγές στον τρόπο ζωής [και] στα εισοδήματα» (Vaiou & Kalandides, 2015, σ. 457). Ενώ ο δημόσιος χώρος παραμένει υποσυντηρημένος από τις τοπικές αρχές, και συχνά ιδιωτικοποιείται, τα συμμετοχικά αυτά εγχειρήματα «εκδηλώνουν έναν αγώνα για τον έλεγχο του δημόσιου αστικού χώρου· για το ποιος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στην παραγωγή αυτού του χώρου και να υπαγορεύει τα θεσμικά πλαίσια κάτω από τα οποία αυτός ο χώρος παράγεται» (Apostolopoulou & Kotsila, 2022, σ. 312). Ωστόσο, αναλύοντας τις πολιτικές διαστάσεις των συμμετοχικών εγχειρημάτων, η επιστημονική συζήτηση τονίζει επίσης πως η λιτότητα και η επακόλουθη μείωση των δημοσίων προϋπολογισμών έχει μετατρέψει τα συμμετοχικά εγχειρήματα σε χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των νεοφιλελεύθερων τοπικών αυτοδιοικητικών αρχών που υιοθετούν εναλλακτικές και χαμηλού κόστους αστικές στρατηγικές (Mould, 2014, σ. 530; Ferreri, 2021).
Η ποικιλομορφία και η ετερογένεια των εγχειρημάτων αυτών έχει αποδειχθεί ιδιαίτερη πρόκληση για μελετητές/τριες, καθώς καθένα από αυτά περιλαμβάνει διακριτά στοιχεία ως προς τον βαθμό ριζοσπαστικοποίησης των συμμετεχόντων, τους στόχους, τα ρεπερτόρια των δράσεων ή τους εμπλεκόμενους φορείς. Πράγματι, διαφέρουν ως προς τα κίνητρα των διοργανωτών, που κυμαίνονται από τον πολιτικό ακτιβισμό μέχρι τον καλλωπισμό του αστικού χώρου, και αναπτύσσουν διάφορες αστικές φαντασιώσεις, ισορροπώντας μεταξύ της ανάληψης της ευθύνης της γειτονιάς και της ριζοσπαστικής αστικής πολιτικής. Επίσης, ενσωματώνουν ένα διαφοροποιημένο ρεπερτόριο πρακτικών, που καλύπτει ευρύ φάσμα, από τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και καλλιτεχνικών παρεμβάσεων (Besson, 2017) ως τη δημιουργία κοινοτικών κήπων (Calvet-Mir & March, 2019) και την ανάκτηση αχρησιμοποίητων οικοπέδων για προσωρινές παρεμβάσεις (Colomb, 2015; Pak & Scheerlinck, 2015).
Η πρωτοβουλία της γειτονιάς της Αλεξάνδρου Σβώλου
Η Πρωτοβουλία Σβώλου δημιουργήθηκε το 2014 και από τότε δραστηριοποιείται στη γειτονιά γύρω από την οδό Αλεξάνδρου Σβώλου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Βασικές ιδέες πίσω από τη δημιουργία της Πρωτοβουλίας είναι η οικειοποίηση των δημόσιων χώρων της γειτονιάς και η οικοδόμηση ισχυρότερων κοινωνικών δεσμών μεταξύ των κατοίκων και των καταστηματαρχών της (Πρωτοβουλία Σβώλου, 2018). Η οικοδόμηση της κοινότητας αναδείχθηκε από την Πρωτοβουλία ως απάντηση στις επιπτώσεις της κρίσης, και συγκεκριμένα στην αστική παρακμή και την κοινωνική αποξένωση (ό.π.). Από το 2014, η Πρωτοβουλία έχει οργανώσει διάφορες δραστηριότητες, όπως συναυλίες, συζητήσεις, αστικές παρεμβάσεις, εργαστήρια, θεματικές περιπατητικές ξεναγήσεις, προβολές ταινιών και ομάδες ανάγνωσης. Όλες αυτές οι δραστηριότητες ήταν μέρος δύο βασικών συμμετοχικών εγχειρημάτων: του Δείπνου της Άνοιξης, που διοργανώνεται ετήσια από το 2014, και του Πάρκου Τσέπης, η δημιουργία του οποίου ξεκίνησε το 2017. Το 2018, η Πρωτοβουλία ξεκίνησε ένα τρίτο εγχείρημα, το οποίο ονομάζεται Τράπεζα Μνήμης και επικεντρώνεται στη συλλογή και ανταλλαγή ιστορικών δεδομένων για τη γειτονιά Σβώλου, με βάση προσωπικές ιστορίες και αρχειακή έρευνα. Στις 18 Σεπτεμβρίου 2024, ωστόσο, η Πρωτοβουλία ανακοίνωσε πως «αποχωρεί από τη διαχείριση του πάρκου τσέπης» κυρίως λόγω «έλλειψης επαρκών πόρων, όπως χρόνος και ανθρώπινο δυναμικό, για τη σταθερή συντήρηση και φροντίδα του χώρου» (Πρωτοβουλία Σβώλου, 2024).
Το 2014, στην Πρωτοβουλία συμμετείχαν δέκα άτομα. Σταδιακά αυξήθηκε ο αριθμός, και μέχρι το 2018 τα μέλη έγιναν δεκαπέντε. Αν και οι δραστηριότητές της είναι προσανατολισμένες σε τοπικές παρεμβάσεις στην ειδικά καθορισμένη περιοχή που ονομάζεται γειτονιά Σβώλου, η Πρωτοβουλία αποτελούνταν όχι μόνο από κατοίκους της συγκεκριμένης γειτονιάς, αλλά και από ανθρώπους που ζουν σε άλλες περιοχές της πόλης. Ωστόσο, εκτός από μερικά άτομα, κυρίως τα ιδρυτικά μέλη της, λίγοι συμμετέχοντες παρακολούθησαν τις δραστηριότητες της Πρωτοβουλίας για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Με τα χρόνια, η Πρωτοβουλία ανέπτυξε ένα διαφοροποιημένο πλαίσιο αυτοπροσδιορισμού. Στα πρώτα της βήματα, απέφευγε να αυτοπροσδιορίζεται ως ακτιβιστική ομάδα και υιοθέτησε την έννοια του «ενεργού πολίτη». Ο ενεργός πολίτης, σύμφωνα με την Πρωτοβουλία Σβώλου, ταυτιζόταν με τον προσδιορισμό που προήγαγε ο τότε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης (Μπουτάρης, 2013), ως «ο πολίτης που συνεργάζεται με επίσημους φορείς» (Αλέξανδρος, συνέντευξη, 2018). Ωστόσο, σταδιακά, τα μέλη επιδίωξαν να εισαγάγουν περισσότερα χαρακτηριστικά βάσης, όπως η αυτο-οργάνωση και η συλλογική διαχείριση. Αποφεύγοντας να ορίσουν την Πρωτοβουλία ως πρωτοβουλία ενεργών πολιτών, εθελοντών ή ακτιβιστών, τα μέλη της οικοδομούσαν την κοινότητά τους γύρω από την κοινή τους επιθυμία να αλλάξουν τις κοινωνικές και υλικές συνθήκες της καθημερινής τους ζωής στην πόλη. Μη αναγνωρίζοντας τον εαυτό τους ως ριζοσπαστικό δρώντα, κάτι που χαρακτηρίζει πολλά πειράματα DIY (Douglas, 2016), η Πρωτοβουλία αναδείχθηκε ως αρκετά προνομιακή κοινοτική ομάδα για ποικίλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων της τοποθεσίας της γειτονιάς στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, των ήδη εδραιωμένων σχέσεων εμπιστοσύνης των μελών με στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που στήριξαν και προώθησαν ενεργά τις δραστηριότητές της, των προνομιακών ταυτοτήτων μελών της (πολλοί είναι ακαδημαϊκοί ερευνητές/τριες, επαγγελματίες σχεδιαστές/στριες, πολεοδόμοι και φοιτητές/τριες), και της κοινωνικής σύνθεσης της γειτονιάς, που ιστορικά αποτελεί γειτονιά της μεσαίας τάξης.
Με τα χρόνια, τα μέλη της Πρωτοβουλίας πειραματίστηκαν με διάφορους τρόπους αυτοοργάνωσης, από-τα-κάτω διακυβέρνησης και συλλογικής λήψης αποφάσεων. Ξεκινώντας ως μια μάλλον ανοργάνωτη ομάδα φίλων το 2013, η Πρωτοβουλία δημιούργησε το 2017 μια πιο συνεκτική δομή διακυβέρνησης από-τα-κάτω, που περιλάμβανε την εβδομαδιαία συνέλευση και διάφορες ομάδες εργασίας. Όλες οι μείζονες αποφάσεις λαμβάνονταν στις εβδομαδιαίες συνελεύσεις, που πραγματοποιούνταν αρχικά στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και από το 2017 και έπειτα στο Πάρκο Τσέπης. Η Βιβλιοθήκη θεωρήθηκε από τα μέλη κοινός χώρος για την κοινότητα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μιας βαθύτερης αίσθησης συλλογικής δράσης. Παράλληλα, σύμφωνα με την Πρωτοβουλία, η απόκτηση της επίσημης άδειας του Δήμου Θεσσαλονίκης για χρήση ενός δημόσιου κτιρίου συνδέεται με τον ευρύτερο στόχο της Πρωτοβουλίας, να εξασφαλίσει επίσημη δημοτική υποστήριξη για πρωτοβουλίες κατοίκων που θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν δημόσια κτίρια για συλλογικές δραστηριότητες.
Κατά την πιο ενεργή φάση της (την περίοδο που πραγματοποιήθηκε η έρευνα αυτή) η συνέλευση της Πρωτοβουλίας Σβώλου λειτουργούσε όχι μόνο ως σχήμα λήψης αποφάσεων αλλά και ως χώρος αμοιβαίας μάθησης και ανταλλαγής γνώσεων. Με συζητήσεις, διαπραγματεύσεις και διαφωνίες, οι συμμετέχοντες/χουσες πειραματίζονταν σε διαφορετικούς τρόπους συμμετοχής και προσπαθούσαν να αναπτύξουν κοινές αντιλήψεις για τη συλλογικοποίηση και τη συνεργασία (McFarlane, 2011). Αναδεικνύοντας τις συνελεύσεις και τις ομάδες εργασίας ως χώρους που η γνώση γίνεται κοινό κτήμα, η Μαρία ανέφερε κατά τη διάρκεια συνέντευξης:
«Απολαμβάνω πολύ όχι μόνο τις συνελεύσεις, αλλά και την ώρα μετά από αυτές… αργότερα, που θα βγούμε για μια μπίρα… Μαθαίνω πολλά πράγματα. Επίσης μαθαίνω πράγματα μέσα από τις ομάδες εργασίας. Συμμετέχω στην ομάδα εργασίας για τα οικονομικά και μαθαίνω για τους φόρους και όλα αυτά». (Συνέντευξη, 2018)
Αυτό το είδος πρακτικής και βασισμένης σε δεξιότητες γνώσης για θέματα όπως ο σχεδιασμός ανοιχτών χώρων πρασίνου ή τα οικονομικά και η φορολογία δεν παραγόταν μόνο μέσω των συνελεύσεων αλλά και μέσω άλλων σχημάτων ανταλλαγής γνώσεων, όπως πρακτικά εργαστήρια, σεμινάρια και συζητήσεις. Αυτά οργανώνονταν είτε ως μεμονωμένες εκδηλώσεις είτε ως μέρος πολυήμερων φεστιβάλ στο πάρκο και περιστρέφονταν γύρω από κοινωνικά και χωρικά ζητήματα με ή χωρίς αναφορά στη συγκεκριμένη γειτονιά του Σβώλου, όπως ο εξευγενισμός, οι εξώσεις ή τα αστικά κοινά. Επιπλέον, για την Πρωτοβουλία, η μάθηση είναι μια κοινοτική εμπειρία που επεκτείνεται μέσω της καθημερινής αλληλεπίδρασης στο πάρκο και την ευρύτερη γειτονιά. Πράγματι, το πάρκο καθαυτό λειτουργεί ως άτυπος αστικός πόρος, πηγή βιωματικής «τακτικής μάθησης» (McFarlane, 2011). Μιλώντας με την Ελένη (Συνέντευξη, 2018) έγινε φανερό ότι οι νέες κοινωνικότητες που αναπτύχθηκαν μέσω της συλλογικής εργασίας για την κατασκευή του πάρκου τσέπης υπήρξαν καθοριστικές για την υπέρβαση των συναισθημάτων απομόνωσης που κυριαρχεί κατά τη διάρκεια της λιτότητας (Stavrakakis, 2014).
Το Πάρκο Τσέπης
Το 2017, και μετά από τέσσερις διοργανώσεις του ετήσιου Δείπνου της Άνοιξης, η Πρωτοβουλία Σβώλου ξεκίνησε ένα νέο έργο, τη δημιουργία ενός πάρκου γειτονιάς (Εικόνες 1, 2, 3, 4). Μέσα από προσωπικές σχέσεις με δύο προπτυχιακούς φοιτητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που εργάστηκαν σε πάρκα τσέπης στο πλαίσιο της πτυχιακής τους εργασίας, η Πρωτοβουλία εντόπισε έναν χώρο που θα μπορούσε να μετατραπεί σε πάρκο της γειτονιάς (Χάρτης 1). Το οικόπεδο, που καλύπτει έκταση περίπου 431m2, ήταν τότε αχρησιμοποίητο και καλυμμένο με βλάστηση. Έχει μικτό ιδιοκτησιακό καθεστώς, καθώς ανήκει σε δύο δημόσιους φορείς: τον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων (70%) και τον Δήμο Θεσσαλονίκης (30%) (Svolou Initiative, 2017β). Η δημόσια ιδιοκτησία του οικοπέδου θεωρήθηκε καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του από την Πρωτοβουλία, καθώς η τελευταία υπέθεσε ότι τα ζητήματα ιδιοκτησίας δεν θα αποτελούσαν εμπόδιο στην προσπάθειά τους να το οικειοποιηθούν προσωρινά και να το μετατρέψουν σε πάρκο γειτονιάς. Σε αντίθεση με πολλά συμμετοχικά εγχειρήματα που παρεμβαίνουν σε αστικούς χώρους μετά από την κατάληψή τους, όπως το Πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια (Stavrides, 2016), η Πρωτοβουλία Σβώλου συνεργάστηκε με τον Δήμο Θεσσαλονίκης και ζήτησε επίσημη άδεια για την προσωρινή χρήση του οικοπέδου ως πάρκου.
Η διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού εκτυλίχθηκε σε στάδια, τα οποία οργανώθηκαν πειραματικά και δεν ήταν σχεδιασμένα από την αρχή. Το πρώτο στάδιο ήταν ένα «ανοιχτό εργαστήριο συμμετοχικού σχεδιασμού», που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία Σβώλου στις εγκαταστάσεις του 1ου Δημοτικού Σχολείου το Σάββατο 22 Απριλίου 2017 (Πρωτοβουλία Σβώλου, 2017α). Ο στόχος του, όπως τέθηκε στην αντίστοιχη πρόσκληση, ήταν διπλός: (α) να εξοικειώσει τους συμμετέχοντες με τις έννοιες DIY πολεοδομία, δικαίωμα στην πόλη και οικειοποίηση του δημόσιου χώρου μέσω παραδειγμάτων άλλων πόλεων και (β) να συζητήσει και να καταγράψει τις ανάγκες και τις επιθυμίες των συμμετεχόντων προκειμένου να συναποφασίσει για μελλοντικές παρεμβάσεις (ό.π.). Παρ’ όλα αυτά, το εργαστήριο παρακολούθησαν περίπου 50 άτομα, «τα περισσότερα από τα οποία ήταν φοιτητές και φοιτήτριες της Αρχιτεκτονικής Σχολής, και όχι άνθρωποι που ζούσαν στη γειτονιά» (Αλέξης, Συνέντευξη, 2017).
Μετά το εργαστήριο, η Πρωτοβουλία συζήτησε εκτενώς πώς θα προχωρήσει στη μεταμόρφωση του φυσικού χώρου. Αν και ο σχεδιασμός του οικοπέδου θεωρήθηκε αρχικά θέμα των εβδομαδιαίων συνελεύσεων, η Πρωτοβουλία αποφάσισε να συγκροτηθεί ειδική ομάδα εργασίας για να τον αναλάβει. Η Ομάδα Εργασίας Σχεδιασμού αποτελούνταν, ως επί το πλείστον, από μέλη της Πρωτοβουλίας που είχαν προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία στον πολεοδομικό και αστικό σχεδιασμό. Ωστόσο, άλλα μέλη που επιθυμούσαν να λάβουν μέρος ήταν επίσης ευπρόσδεκτα. Ο στόχος της ομάδας ήταν να δημιουργήσει το λεγόμενο master plan του Πάρκου Τσέπης με βάση σκίτσα και τα διαγράμματα που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του συμμετοχικού εργαστηρίου.
Η Ομάδα Εργασίας Σχεδιασμού ανέπτυξε τρεις βασικές αρχές, στις οποίες θα έπρεπε να βασίζεται το τελικό master plan (σημειώσεις πεδίου). Η πρώτη αρχή ήταν να σεβαστούν τα υπάρχοντα φυσικά χαρακτηριστικά του οικοπέδου και να βασιστούν σε αυτά για τον σχεδιασμό του πάρκου. Η δεύτερη αρχή ήταν η ανάμειξη διαφόρων χρήσεων, ώστε το πάρκο να προσελκύει ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και με διαφορετικά ενδιαφέροντα. Η τρίτη αρχή ήταν η οργάνωση της όλης προσπάθειας με τρόπο φτιάξ’ το μόνος σου (DIY), η οποία, σύμφωνα με την Πρωτοβουλία, αναφερόταν στην εφαρμογή πρακτικών βάσης από την Πρωτοβουλία και την ίδια τη γειτονιά, αποκλείοντας τη συνεργασία με επαγγελματίες και ειδικούς. Ωστόσο, όπως φαίνεται από την ανάλυση που ακολουθεί, η Πρωτοβουλία συνεργάστηκε στενά με τον Δήμο Θεσσαλονίκης για την επιτυχή ολοκλήρωση των διαφόρων σταδίων για τη δημιουργία του πάρκου.
Με βάση αυτές τις αρχές, η Ομάδα Εργασίας Σχεδιασμού δημιούργησε τέσσερις ζώνες για το μελλοντικό πάρκο, καθεμία από τις οποίες σχεδιάστηκε για να φιλοξενεί συγκεκριμένες χρήσεις και δραστηριότητες: (1) Είσοδος, (2) Στάση, (3) Έκφραση, (4) Εκπαίδευση (Εικόνες 5 και 6).
Συμπεράσματα
Το Πάρκο Τσέπης, η οργάνωση και η λειτουργία του από την Πρωτοβουλία Σβώλου και από τους υπόλοιπους χρήστες, έχει αναδείξει τα πολύπλευρα και πολλές φορές αντικρουόμενα χαρακτηριστικά των συμμετοχικών εγχειρημάτων. Από τη μια πλευρά, το πάρκο συχνά λειτουργούσε ως αυτοοργανωμένος χώρος όπου η ίδια η πρωτοβουλία και άλλες ομάδες βάσης διοργάνωναν κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως κινηματογραφικές προβολές, το πικνίκ για την αποανάπτυξη ή το Φεστιβάλ Κυκλικής Οικονομίας. Από την άλλη, όμως, σπάνια χρησιμοποιούνταν από γείτονες ή περαστικούς ως ανοιχτός δημόσιος ή και κοινός χώρος. Η ύπαρξη φράχτη και πόρτας, που παραμένει κλειδωμένη (ακόμη και αν υπάρχει συγκεκριμένη θέση για το κλειδί, γνωστή σε άτομα της Πρωτοβουλίας) αποτελούσαν στοιχεία που εμπόδιζαν ανθρώπους-περαστικούς, εκτός από τα μέλη της Πρωτοβουλίας, να μπουν στο πάρκο απλώς για να καθίσουν, να συναντηθούν με τους φίλους τους ή να παίξουν.
Η περίπτωση της Πρωτοβουλίας Σβώλου δείχνει ότι τα συμμετοχικά εγχειρήματα που δεν αμφισβητούν ευθέως τις νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές, κινδυνεύουν να συμπληρώσουν απλά επίσημες αστικές διαδικασίες, που εντάσσονται σε ευέλικτα συμμετοχικά σχήματα συνεργασίας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Πρωτοβουλία επιδίωξε από την αρχή να προσεγγίσει τον Δήμο Θεσσαλονίκης ως συνεργάτη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συμμετοχικού σχεδιασμού που προωθούνταν από την τότε δημοτική αρχή και βασιζόταν σε ένα φαινομενικά συναινετικό κλίμα συνεργασίας ετερογενών φορέων, όπως ο ίδιος ο δήμος, ομάδες πολιτών, πανεπιστήμια, επιχειρηματίες, κλπ. (για περισσότερα βλ. Kapsali, 2023). Βέβαια, παράλληλα, όπως αναδεικνύει η περίπτωση της Πρωτοβουλίας Σβώλου, τα συμμετοχικά αυτά εγχειρήματα συντελούν στη δημιουργία παράλληλων μικροσφαιρών νέων κοινωνικοτήτων και αλληλεγγύης. Ο τρόπος και ο βαθμός με τον οποίο αυτές οι μικροσφαίρες είναι ικανές να αμφισβητήσουν την αστικοποίηση λιτότητας βασίζονται τόσο στη δυναμική της κοινότητας όσο και στην πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση των τοπικών αυτοδιοικητικών Αρχών. Στην περίπτωση της Σβώλου, η δημιουργία του αυτοοργανωμένου Πάρκου Τσέπης κινητοποίησε και ενίσχυσε τους κατοίκους, διευκόλυνε την αστική και κοινωνική μάθηση, αλλά δεν αμφισβήτησε την αστική αναδιάρθρωση που οδήγησε στη λιτότητα.
Υποσημειώσεις
- Βλ.: https://www.facebook.com/perka.org/?locale=el_GR
- Ο όρος αποτελεί μετάφραση του αγγλικού όρου gentrification και αναφέρεται στις χωρικές και κοινωνικές διαδικασίες αναδιάρθρωσης υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης. Συνήθως η διαδικασία του εξευγενισμού περιλαμβάνει την αύξηση της αξίας γης και τον παράλληλο εκτοπισμό των πιο αδύναμων, κοινωνικά και οικονομικά, πληθυσμών.
- Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, και της γενικευμένης κρίσης κατοικίας, παρατηρήθηκε αύξηση των εξώσεων οικονομικά αδύναμων νοικοκυριών σε πολλές χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
- Ο όρος αστικά κοινά αναφέρεται στη διαδικασία παραγωγής κοινών χώρων στην πόλη, δηλαδή χώρων διακριτών από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό, μέσω των οποίων δημιουργούνται κοινότητες με χειραφετητικό χαρακτήρα (για περισσότερα, βλ. Σταυρίδης, 2016).
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ θερμά τα μέλη της Πρωτοβουλίας Σβώλου που συμμετείχαν στην έρευνα, καθώς και ολόκληρη την Πρωτοβουλία που με εμπιστεύτηκε να συμμετέχω στις συνελεύσεις και τις δραστηριότητές της. Επίσης, ευχαριστώ πολύ την επιβλέπουσα καθηγήτρια μου Ευαγγελία Αθανασίου, καθώς και τη φίλη και συνάδελφο Μαρία Καραγιάννη.
Χρηματοδότηση
Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών μέσω της Πράξης «Πρόγραμμα Χορήγησης Υποτροφιών για Μεταπτυχιακές Σπουδές Δεύτερου Κύκλου Σπουδών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση», του ΕΣΠΑ 2014-2020 με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.