Στο παρόν κείμενο επιχειρείται η μελέτη του σύγχρονου αστικού χώρου υπό το πρίσμα της αλλαγής και του μετασχηματισμού της αστικής μορφής. Ο προβληματισμός εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο κριτικής για τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί η σύγχρονη ελληνική πόλη, κυρίως μετά την εφαρμογή και επικράτηση του μοντέλου της αντιπαροχής, που μετάλλαξε και ομογενοποίησε όχι μόνο τα αστικά κέντρα αλλά και τις περιφέρειές τους. Το κύριο αντικείμενο της έρευνας στρέφεται στο προκήπιο των οικοδομικών τετραγώνων ως ενός από τους τελευταίους διαθέσιμους χώρους στον πυκνοδομημένο ιστό που μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης στην ελληνική πόλη. Ως μελέτη περίπτωσης επιλέγεται η περιοχή της Καλαμαριάς (Χάρτης 1), ενός προαστίου της Θεσσαλονίκης, όπου το προκήπιο αποτελούσε ένα από τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά που προσέδωσαν στην περιοχή υψηλές χωρικές ποιότητες και τη διαφοροποίησαν αισθητά από άλλα προάστια του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης (Τσίντσης, 2022).
Μέσα από το παράδειγμα ενός απολεσθέντος χαρακτηριστικού του πολεοδομικού περιβάλλοντος και των ποιοτήτων του, αυτό του προκηπίου, επιχειρείται να διερευνηθεί η μεταβολή στον τρόπο ζωής, εντοπίζονται αλλαγές χρήσεων στο επίπεδο του δρόμου, και διερευνάται ο ρόλος της μηχανικής κυριαρχίας του ιδιωτικού αυτοκινήτου, που έχει καταλάβει όλο σχεδόν τον εναπομείναντα δημόσιο χώρο. Μελετώντας τη σημασία του δημόσιου χώρου όχι ως κάτι υπολειμματικού αλλά ως δομικού στοιχείου για την κοινωνική ζωή και συναναστροφή, θα εξεταστούν τα οφέλη χώρων όπως το προκήπιο, με γνώμονα τη δημιουργία περισσότερο φιλικών συνθηκών για τον άνθρωπο-κάτοικο της πόλης. Σημαντικό τμήμα της εργασίας αποτελείται από φωτογραφική και χαρτογραφική τεκμηρίωση, ενώ μέσω μιας σειράς αναπαραστατικών μέσων έχει γίνει μια απόπειρα να αποτυπωθεί τι υπήρχε πριν, πώς έχει μεταλλαχθεί σήμερα και σε τι μπορεί να εξελιχθεί στο μέλλον.
Διαμόρφωση του προκηπίου στην Καλαμαριά
Ο κρατικός μηχανισμός διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στον τομέα της περίθαλψης και στεγαστικής αποκατάστασης των προσφύγων του 1922, µέσω των διαφόρων φορέων και επιτροπών που ιδρύει. Το 1923 η Κοινωνία των Εθνών συγκρότησε την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ), η οποία σε συνεργασία µε το Υπουργείο Πρόνοιας είχε την αρμοδιότητα της δημιουργίας αστικών συνοικισμών (Χαστάογλου, 1999). Ένας από τους μεγαλύτερους συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων του 1922 ήταν η Καλαμαριά.1 Οι συνοικισμοί της Καλαμαριάς αναπτύχθηκαν γύρω από τις συμμαχικές εγκαταστάσεις και το παραλιακό μέτωπο με προσθετικό τρόπο, συνεπώς με διαδοχικές ή ταυτόχρονες ανεγέρσεις τμημάτων τους. Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης επέσπευσαν την προσφυγική αποκατάσταση από την πλευρά του κράτους με τη μορφή παροχής στέγης και ίδρυσης συνοικισμών με ευδιάκριτη εθνολογική ταυτότητα. Συγκεκριμένα, η ΕΑΠ και το Υπουργείο Πρόνοιας φρόντισαν για την ίδρυση κατοικιών και την έκδοση των λεγόμενων «διαγραμμάτων Πρόνοιας».2
Οι κατοικίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες,3 ήταν κατά τη συντριπτική τους πλειοψηφία μονώροφες. Το σχετικά μεγάλο μέγεθος των οικοπέδων, αλλά και η χωροθέτηση των κτιρίων σε αυτά, ελευθέρωνε επιφάνεια για ευρύχωρους κήπους –τα προκήπια και τις πίσω αυλές– τους οποίους οι κάτοικοι επιμελήθηκαν με ιδιαίτερη φροντίδα, συνθέτοντας συνολικά την εικόνα ζωντανών, ενεργών και δενδρόφυτων προαστιακών συνοικιών.
Η έννοια του κατωφλιού μπορεί να συσχετιστεί άμεσα με το προκήπιο, το οποίο για τις πρώτες κοινωνίες που το κατοίκησαν αποτελούσε μια μεταβατική ζώνη ανάμεσα στο αμιγώς ιδιωτικό, που ήταν το εσωτερικό των προσφυγικών κατοικιών, και τη δημόσια ζωή στον δρόμο. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν κυρίως από σωματεία και γυναίκες, οι οποίες συχνά εργάζονταν εκεί, στις γειτονιές και στις αυλές των σπιτιών, φτιάχνοντας τα εργόχειρά τους.4 Αυτός ο τρόπος ζωής στο πλαίσιο της απομόνωσης σε συνοικισμούς με αμιγώς προσφυγική σύνθεση αρχικά κράτησε ζωντανές τις διαλέκτους, τα έθιμα, τις μουσικές και τους χορούς των τόπων προέλευσης των προσφύγων και τις κληροδότησε από την πρώτη στη δεύτερη προσφυγική γενιά.
Η μπροστινή αυλή δεν ήταν μόνο τόπος ψυχαγωγίας. Επιπρόσθετα παρείχε μοναδικές ευκαιρίες για οικειοποίηση του χώρου και την ανάδειξη της προσωπικής ταυτότητας του κάθε νοικοκυριού5. Λόγω της στενότητας και των περιορισμένων τετραγωνικών των οικημάτων της Πρόνοιας, το προκήπιο αποτελούσε ουσιαστική προέκταση του εσωτερικού χώρου και της ζωής των προσφύγων, και δεχόταν ιδιαίτερη περιποίηση ως αναπόσπαστο κομμάτι της κατοικίας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, και κυρίως κατά την επόμενη δεκαετία, άρχισε να εφαρμόζεται ευρέως και στην Καλαμαριά ο θεσμός της αντιπαροχής των παλαιών προσφυγικών μονοκατοικιών, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από διαμερίσματα πολυκατοικιών. Έτσι, υποκαταστάθηκαν «παραδοσιακές» μορφές ψυχαγωγίας και διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου, αλλά και η χωρική έκφραση αυτών, που πολύ συχνά ήταν το προκήπιο. Στην υφιστάμενη σύνθεση καθ’ ύψος, η κοινωνικότητα που χαρακτήριζε τις μπροστινές όψεις και χώρους των ισόγειων ιδιοκτησιών έχει αντικατασταθεί από επαναλαμβανόμενους εξώστες, που απομονώνουν το σώμα του κτιρίου από τον περίγυρο του.
Έρευνα πεδίου
Το σημερινό αστικό τοπίο στην Καλαμαριά ελάχιστα θυμίζει τους αρχικούς πυρήνες προσφυγικής εγκατάστασης. Ο τρόπος που συντελέστηκε η αντικατάσταση του κτιριακού αποθέµατος οδήγησε στη σαρωτική διαγραφή του προγενέστερου δοµηµένου περιβάλλοντος. Η υφιστάμενη κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού καθορίστηκε από την προαστιοποίηση που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες και τη συνακόλουθη αύξηση της πυκνότητας των νέων κατοίκων. Η εντατικοποίηση της δόμησης μετάλλαξε τον αστικό ιστό της ευρύτερης περιοχής και μετασχημάτισε, συνακόλουθα, τη μορφή και τον χαρακτήρα του προκηπίου.
Με έμφαση στο όριο των ιδιοκτησιών και του πεζοδρομίου, διενεργήθηκε έρευνα πεδίου σε δύο από τους παραπάνω συνοικισμούς, Τέκτονος και Κουρί, και συντέθηκαν ψηφιακά τρισδιάστατα μοντέλα που καταδεικνύουν τις διαφορετικές φάσεις του κάθε συνοικισμού, αλλά και συνδέσεις μεταξύ του δημόσιου χώρου και του προκηπίου ως συνεκτικών πεδίων. Το κύριο µέσο καταγραφής ήταν η εστιασµένη φωτογράφηση μέσω της περιήγησης στο σύνολο των δρόµων για την κάθε περιοχή. Στη συνέχεια έγινε αποτύπωση των διαφορετικών χρήσεων, µε ιδιαίτερη έµφαση στις δραστηριότητες στο επίπεδο του δρόµου, αλλά και την ατµόσφαιρα κατοίκησης σε κάθε περίπτωση. Για να αξιολογηθούν τα πορίσματα της επιτόπιας εμπειρικής έρευνας στους δύο συνοικισμούς, επιλέχθηκε ως μέθοδος η χαρτογράφηση και ταξινόμηση των διαφορετικών ειδών και διατάξεων προκηπίου (Corner, 2014).
Δώδεκα ταξινομήσεις
Όλες οι διαφορετικές μονάδες και διατάξεις προκηπίου που εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν στους συνοικισμούς Κουρί και Τέκτονος κατηγοριοποιήθηκαν και θα αναλυθούν παρακάτω. Έγινε διαχωρισμός ανάλογα με το είδος του δρόμου (κεντρικός ή τοπική οδός), το είδος της κατοικίας (μονοκατοικία ή πολυκατοικία) και της υλοποιημένης στάθμης προκηπίου (ισόγειο ή ημιυπόγειο). Σαφώς υπάρχει και ο συνδυασμός των παραπάνω τύπων. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι σχεδόν στο σύνολο των πεζοδρομίων σε επαφή με τα προκήπια, το υλικό δαπεδόστρωσης είναι οι τσιμεντένιες πλάκες πεζοδρομίου, που στεγανοποιούν πλήρως το έδαφος από κάτω τους και ελαχιστοποιούν το ποσοστό φυτεμένης επιφάνειας.
_σε κεντρικό δρόμο. Περιπτώσεις Α.1 – Α.3
Στις περιπτώσεις που το προκήπιο βρίσκεται πάνω σε κεντρικό δρόμο του συνοικισμού, συνήθως στα όριά του, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η κυρίαρχη μορφή που εντοπίζεται έχει το χαρακτηριστικό της διεύρυνσης του πεζοδρομίου. Οι τσιμεντένιες πλάκες επεκτείνονται, καλύπτοντας το σύνολο της επιφάνειας έως και το μέτωπο του κάθε κτιρίου. Όπου έχουμε κεντρική οδό με χρήση γενικής κατοικίας ή τοπικού κέντρου γειτονιάς, η μόνη χρήση που συναντάμε είναι τα καταστήματα ή οι υπηρεσίες. Οπότε, αναλόγως της χρήσης ανά οικόπεδο, μπορεί να υπάρχουν τραπεζοκαθίσματα, κινητές κατασκευές ηλιοπροστασίας, ή απλώς μια διευρυμένη περιοχή εν είδει εκτεταμένου πεζοδρομίου. Συχνά, παρά τη σημασία της συγκεκριμένης κατηγορίας οδού για την κοινωνική ζωή της πόλης, συναντάμε αυτοκίνητα παρκαρισμένα κάθετα ή κατά μήκος της πρόσοψης, σταθμευμένες μοτοσικλέτες, ηλεκτρικά πατίνια ή και αυτοσχέδιες κατασκευές. Το όριο της ιδιοκτησίας παράλληλα με τον δρόμο απουσιάζει εντελώς και μεταφέρεται στο μέτωπο του κτιρίου, ενώ συχνά υπάρχουν μικρά εγκάρσια στηθαία που διαχωρίζουν το ένα προκήπιο από το άλλο, εξομαλύνοντας επίσης και τυχόν υψομετρικές διαφορές. Αυτά τα κάθετα όρια δημιουργούν ασυνέχειες, αποτελούν εμπόδια για τον περαστικό, και σε ελάχιστες περιπτώσεις φιλοξενούν κάποιου είδους φύτευση.
_σε μονοκατοικία. Περιπτώσεις Β.1 – Β.2
Στις ελάχιστες μονοκατοικίες που μαρτυρούν το παρελθόν του τόπου γίνεται αμέσως αντιληπτός ο διαχωρισμός μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου. Δεν αναφερόμαστε εδώ στις εγκαταλελειμμένες προσφυγικές κατοικίες, των οποίων το προκήπιο είναι μια κενή και συχνά στεγανοποιημένη επιφάνεια. Αντίθετα, στις νεότερες ή παλαιότερες μονοκατοικίες υπάρχει πάντα κάποιου είδους περίφραξη από μεταλλικό κιγκλίδωμα, λιγότερο ή περισσότερο πυκνή, που επιτρέπει την οπτική επικοινωνία με το εσωτερικό του προκηπίου. Εκεί βρίσκονται ζαρντινιέρες, φυτοδοχεία, μικρές βρύσες ή και ψησταριές. Σαφώς και στις μονοκατοικίες που κατοικούνται ακόμα υπάρχουν από επιμελώς φροντισμένοι κήποι μέχρι και τελείως παραμελημένες μπροστινές αυλές, αν και οι τελευταίες σπανίζουν ιδιαίτερα. Το στοιχείο που είναι ιδιαίτερα εμφανές είναι η αυλόθυρα ως διακοπή του φράγματος της περίφραξης, η είσοδος για τους πεζούς, η οποία οδηγεί στην είσοδο της κατοικίας, που είναι συχνά υπερυψωμένη κατά κάποια εκατοστά. Όταν το προκήπιο χρησιμοποιείται και για τη στάθμευση του ιδιωτικού αυτοκινήτου, η διαμόρφωση είναι διαφορετική. Το όριο προς τον δρόμο μετατρέπεται σε κινητά φύλλα περίφραξης, ακυρώνοντας ουσιαστικά τη λειτουργία του. Σε αυτήν την περίπτωση το προκήπιο καθίσταται ένα απλό πέρασμα στο εσωτερικό της κατοικίας, ακριβώς επειδή το αυτοκίνητο καταλαμβάνει όλο τον διαθέσιμο χώρο.
_σε πολυκατοικία. Περιπτώσεις Γ.1 – Γ.2
Στη συχνότερη περίπτωση, αυτή της πολυκατοικίας με pilotis, συναντάμε διαφορετικές εκδοχές. Η συνηθέστερη προκύπτει από την έλλειψη ικανοποιητικού χώρου για την εξυπηρέτηση όλων των Ι.Χ. των ενοίκων, οπότε ο χώρος διαμορφώνεται ως μια ενιαία στεγανοποιημένη επιφάνεια που υποδέχεται τα τροχοφόρα οχήματα. Έτσι προκύπτει συγχώνευση των κινήσεων πεζών και οχημάτων, και επικρατεί ένα μάλλον αδιάφορο οπτικό αποτέλεσμα. Ένα από τα κυρία μειονεκτήματα αυτής της περίπτωσης είναι η πλήρης απουσία φύτευσης, η οποία δημιουργεί δυσμενείς συνθήκες σε περίπτωση βροχόπτωσης, αλλά και τους θερινούς μήνες, λόγω της έλλειψης διαπερατότητας του εδάφους και της ανεπαρκούς σκίασης αντίστοιχα. Η παρουσία πρασίνου, εφόσον υπάρχει, είναι εκτοπισμένη στις άκρες του προκηπίου που συνορεύουν με τα διπλανά προκήπια, με τη μορφή ζαρντινιέρας πλάτους τέτοιου ώστε να μην ενοχλείται η κίνηση των οχημάτων. Το διαχωριστικό όριο μπορεί να απουσιάζει, ή συνηθέστερα υπάρχουν συρόμενες αυλόπορτες, που είναι συνεχώς «τραβηγμένες» στην άκρη, εξαιτίας της συχνής διέλευσης των αυτοκινήτων. Τελικά, ο χώρος που απομένει κάθε άλλο παρά φιλόξενος για τον άνθρωπο είναι, και έχει χαρακτηριστεί στη συνείδηση των κατοίκων του ως ένα μονοσήμαντο πέρασμα προς το εσωτερικό της πολυκατοικίας.
_σε πολυκατοικία με μεγαλύτερο οικόπεδο. Περίπωση Δ.1
Αντίθετα, στις περιπτώσεις που τα οικόπεδα έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις υπάρχουν άλλου είδους διαμορφώσεις. Εφόσον το επιτρέπει το μέγεθος του προκηπίου, γίνεται διαχωρισμός των κινήσεων πεζών και οχημάτων με τη μορφή ξεχωριστών διαδρόμων που οδηγούν στο pilotis. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν σκληρές επιφάνειες διαφορετικού πλάτους, καθεμιά για την εξυπηρέτηση διαφορετικού σκοπού. Συναντάμε εναλλαγή σκληρών και μαλακών επιφανειών, με τη φύτευση να υπάρχει και να εντοπίζεται ενδιάμεσα από τους διαδρόμους κίνησης, προσφέροντας κάποια ποικιλία στην εικόνα του προκηπίου. Το είδος των φυτών και ο βαθμός φροντίδας του κάθε μικρού κήπου έγκειται σαφώς στην ευχέρεια και τη διάθεση της διαχείρισης κάθε πολυκατοικίας. Υπάρχουν λιγότερο και περισσότερο φροντισμένοι κήποι, πάντως σε γενικές γραμμές, όταν υπάρχει αυτός ο τύπος προκηπίου, οι μικροί κήποι είναι πολύ συχνά φροντισμένοι. Παρ’ όλα αυτά, και εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε πως δεν αναπτύσσεται μια προσωπική σχέση με τον χώρο, καθώς οι διαμορφώσεις αποδίδουν έναν ξεκάθαρο χαρακτήρα περάσματος, χωρίς να ενθαρρύνουν την παραμονή των ανθρώπων. Επειδή ακριβώς σε όλες τις περιπτώσεις τους μικρούς κήπους-ζαρντινιέρες δεν φροντίζουν οι ένοικοι, αλλά συχνά ένα σχετικό συνεργείο, δεν αναπτύσσεται μια προσωπική σχέση ακόμα και με την ίδια την επιμέλεια των φυτών. Αυτό που επιβιώνει σε κάποια pilotis είναι διαμορφώσεις εν είδει υπαίθριων καθιστικών, όπου άνθρωποι κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας συναντιούνται και συζητούν, πίνοντας τον απογευματινό τους καφέ και υποδηλώνοντας τον παλαιότερο κοινωνικό ρόλο του χώρου.
_σε πολυκατοικία με μεγαλύτερο οικόπεδο. Περίπωση Δ.2
Ως μια δεύτερη υποκατηγορία προκηπίου στην περίπτωση με τα μεγαλύτερα οικόπεδα, έχουμε τον τύπο με την πλήρη κάλυψη από μαλακά υλικά. Ουσιαστικά, οι δύο τελευταίοι τύποι μπορεί να εμφανιστούν μαζί ως συνδυασμός. Εδώ υπάρχει μια περιβαλλοντικά καλύτερη λύση, καθώς το σύνολο της επιφάνειας καλύπτεται από φυσικά διαπερατά υλικά, χλοοτάπητα, καλλωπιστικά φυτά, σπανιότερα κάποιο στοιχείο νερού, δημιουργώντας τελικά ένα ευχάριστο αντιληπτικά αποτέλεσμα. Βέβαια, συχνά και σε αυτήν την περίπτωση η φύση αντικειμενοποιείται μέσω της οριοθέτησής της και του αποκλεισμού πρόσβασης σε αυτήν. Συνήθως αυτές οι φυτεύσεις εμφανίζονται με τη μορφή μεγάλου υπερυψωμένου φυτοδοχείου με περιμετρικό στηθαίο. Δίνοντας έμφαση στο όριο στην κατηγορία αυτή, ο τρόπος που γίνεται αντιληπτικά ο διαχωρισμός μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τμήματος είναι μέσω της περίφραξης, η οποία αυτονομείται ως στοιχείο. Διαφορετικοί συνδυασμοί κιγκλιδώματος και φυτοφράχτη οριοθετούν το προκήπιο, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία με το εσωτερικό του. Πρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε ότι στις νεότερες κατασκευές πολύ συνήθης είναι η ψηλότερη και πιο συμπαγής περίφραξη, που εμποδίζει το βλέμμα ενός περαστικού να περιεργαστεί το εσωτερικό, όπου κυριαρχούν οι φιλικές προς το αυτοκίνητο διαμορφώσεις.
_σε πολυκατοικία με ημιυπόγειο/υποβαθμισμένη είσοδο. Περιπτώσεις Ε.1 – Ε.2
Τέλος, έχουμε την περίπτωση του ημιυπογείου, η οποία χαρακτηρίζεται από μια υποβάθμιση, με συχνά σκοτεινούς και βρόμικους χώρους, και συναντάται κυρίως στην περιοχή του συνοικισμού Κουρί. Εδώ η πύκνωση και το αίτημα για περισσότερες μονάδες κατοίκησης οδήγησε στους μέγιστους συντελεστές και στην αξιοποίηση του ημιυπογείου. Πρόκειται για μια συνθήκη που δεν υπήρχε παλιότερα, οπότε όλα τα προκήπια των παραπάνω περιπτώσεων ήταν ισόγεια. Συνήθως έχουμε χρήση κατοικίας η οποία επικοινωνεί με το προκήπιο μέσω ανοιγμάτων, ενώ λείπει πλήρως η φύτευση. Σαν μια δεύτερη υποκατηγορία έχουμε τη χρήση καταστημάτων στο κτίριο, οπότε το προκήπιο διαμορφώνεται ως πέρασμα στο υποβαθμισμένο επίπεδο με την ύπαρξη κάποιας σκάλας.
Συμπεράσματα
Σήμερα, οι επίγονοι των αρχικών κατοίκων, τρίτης ή και τέταρτης γενιάς πρόσφυγες, διαφοροποιούν την αρχική πληθυσμιακή και κοινωνική σύνθεση των προσφυγικών συνοικισμών, καθώς αναμειγνύονται με νέους ιδιοκτήτες και ενοικιαστές. Τα στοιχεία αυτά διαμορφώνουν διαφορετικό βαθμό κοινωνικής συνοχής των ενοίκων στην κάθε περίπτωση ιδιοκτησίας. Επίσης δικαιολογούν και τη διαφορετική ατμόσφαιρα κατοίκησης, που απορρέει από τη διαφορετική τρέχουσα σύνθεση του πληθυσμού των κατοίκων. Θα λέγαμε ότι η αποσπασματικότητα της γενεαλογίας του ιστού των προσφυγικών συνοικισμών, με όλα τα διαφορετικά ρυμοτομικά σχέδια και διαγράμματα πρόνοιας, έχει επιβιώσει στη σημερινή εποχή με τη μορφή της αποσπασματικότητας του συνόλου των προκηπίων σε επίπεδο ενός δρόμου, αλλά και σε μεγαλύτερη κλίμακα, στο επίπεδο της γειτονιάς. Οι παραπάνω περιπτώσεις προκηπίου έχουν δύο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που υπερισχύουν των άλλων: την απουσία επαρκούς φύτευσης και τον υποβαθμισμένο κοινωνικό ρόλο.
Συνοψίζοντας, οι σηµερινές συνθήκες κατοίκησης είναι ριζικά διαφορετικές απ’ ό,τι στο παρελθόν. Εντούτοις, η ειδοποιός διαφορά του ιστού της Καλαµαριάς είναι ο χώρος του προκηπίου, ενός τµήµατος γης που µπορεί να φιλοξενήσει την κοινωνική ζωή και να αποτελέσει ξανά συνδετικό µέσο στις κοινωνικές και διαπροσωπικές σχέσεις. Το προκήπιο αποτελεί έναν αμιγώς ιδιωτικό χώρο, που όμως, ακριβώς επειδή είναι πάνω στο όριο μεταξύ της ιδιωτικής σφαίρας και του δημόσιου χώρου, αποκτά βαρύνουσα σημασία. Μία σημαντική διεργασία δύναται να διενεργηθεί σε αυτόν τον χώρο, και σχετίζεται με τη συνύπαρξη με τη γειτονιά και την αίσθηση της κοινότητας. Σε ένα προκήπιο, οι κάτοικοι, ή καλύτερα οι χρήστες, έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους και να εκφραστούν με μια δέσμη παράλληλων ατομικών δραστηριοτήτων ενσωματωμένων σε έναν τόπο-πεδίο.
Υποσημειώσεις
1 Η ονομασία Καλαμαριά πρωτοεμφανίστηκε τον 11ο αιώνα και αναφερόταν σε όλη την περιοχή νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο στην περιοχή του σημερινού δήμου. Προέρχεται από τη φράση Σκάλας Μεριά, όπου Σκάλα εννοείται η αποβάθρα τού στόλου που αποτελούσε έδρα του βυζαντινού Θέματος της Καλαμαριάς (μεσν. Κατεπανίκιον Καλαμαρίας). Για περισσότερα στοιχεία, βλ. Θεοχαρίδης 1977, σ. 273. Ο άλλος μεγάλος συνοικισμός σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από τον τότε κατοικημένο χώρο ήταν η Τούμπα, με συνολική επιφάνεια 135 εκτάρια, ίση με το 41% της έκτασης της εντός των τειχών πόλης.
2 Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι μαρτυρίες και το αρχειακό υλικό στην έκδοση Ιωαννίδου & Ροντρίγκεζ, 1998, σσ. 9-5.
3 Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για τον συνοικισμό Βυζάντιο, ο σταθερότυπος ήταν εμβαδόν κατά μέσο όρο 80 τετραγωνικά μέτρα, για τις τετρακατοικίες Πρόνοιας περίπου 69 τ.μ. και για τον συνοικισμό Τέκτονος, 75 και 45 τ.μ. στους δύο τύπους οικοπέδων.
4 Εν αντιθέσει, οι άντρες στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους συναντιόνταν στα καφενεία. Επίσης, για τη χρήση των αυλών από τις γυναίκες, βλ. Καραμούζη, 1999, σ. 360.
5 Για τη σημασία της αυλής σε έναν αντίστοιχο προσφυγικό συνοικισμό, αυτόν του Κερατσινίου στην Αθήνα, βλ. Δανιήλ, 2015.