Διατροφική διακυβέρνηση και κοινωνική καινοτομία
Σύγχρονες προκλήσεις στη διατροφική διακυβέρνηση και πολιτική
Το αγροδιατροφικό ζήτημα, το οποίο αφορά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα συστήματα τροφίμων και την προσπάθεια ανάπτυξης βιώσιμων συστημάτων τροφίμων, απασχολεί έντονα τον δημόσιο λόγο σήμερα. Στο πεδίο της κατανάλωσης, οι συνεχώς αυξανόμενες τιμές των τροφίμων δυσχεραίνουν την πρόσβαση στην τροφή, και ακόμη περισσότερο την πρόσβαση σε ποιοτική τροφή. Ταυτόχρονα, μεγάλη ποσότητα τροφής απορρίπτεται σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, φαινόμενο το οποίο περιγράφεται με τον όρο «σπατάλη τροφίμων». Στο πεδίο της παραγωγής, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και κλιματική αλλαγή, που συνδέεται με αυτήν, έχουν ως αποτέλεσμα την απώλεια βιοποικιλότητας, τη ρύπανση του νερού και του εδάφους και την ένταση των καιρικών φαινομένων. Οι διαδικασίες αυτές οδηγούν στην υποβάθμιση των φυσικών πόρων (π.χ. έδαφος) που είναι αναγκαίοι για την αγροτική παραγωγή και στην απώλεια σημαντικού μέρους της αγροτικής παραγωγής εξαιτίας των φυσικών καταστροφών (Yadav κ.ά., 2022). Παράλληλα, οι χωρο-κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα. Η αγροτική παραγωγή συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερους δρώντες, με τους μικρούς παραγωγούς να εγκαταλείπουν συχνά την αγροτική δραστηριότητα, εξαιτίας της μειωμένης οικονομικής απόδοσης. Επιπλέον, η διανομή τείνει να συγκεντρώνεται στις μεγάλες εταιρείες χονδρικής πώλησης και στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ (Borsellino κ.ά., 2020).
H Ελλάδα ειδικότερα, ως μεσογειακή περιοχή, πλήττεται ιδιαιτέρως από την κλιματική αλλαγή και εμφανίζει έντονα τα φαινόμενα της ερημοποίησης, της υπεραλίευσης και της απώλειας βιοποικιλότητας, με αρνητικά αποτελέσματα στην αγροτική παραγωγή (Antonelli κ.ά., 2022; Hellenic Republic, 2022; OECD, 2022). Επιπλέον, παρουσιάζει υψηλά ποσοστά παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας και παραμένει σημαντικά κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ ως προς την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης που αφορούν τη μείωση της σπατάλης τροφίμων και την ενίσχυση της βιώσιμης παραγωγής τροφίμων (ό.π.).
Για να αντιμετωπιστούν οι προαναφερθείσες προκλήσεις, κρίνεται ολοένα και πιο επιτακτική η ανάγκη να αναπτυχθούν βιώσιμα συστήματα τροφίμων (Sustainable Food Systems). Ως βιώσιμα συστήματα τροφίμων προσδιορίζονται τα συστήματα τα οποία α) διασφαλίζουν την πρόσβαση όλων των ατόμων σε θρεπτική και υγιεινή τροφή (επισιτιστική ασφάλεια), β) διαφυλάσσουν την ευημερία των αγροτών/τισσών και άλλων εργαζομένων στον αγροδιατροφικό τομέα, όπως και των καταναλωτών/τριών και των κοινοτήτων, και παράλληλα γ) ελαχιστοποιούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της λειτουργίας τους (Allen & Prosperi, 2016). Η σχετική ακαδημαϊκή έρευνα έχει επικεντρωθεί μέχρι στιγμής στην επισιτιστική ασφάλεια, η οποία αναγνωρίζεται ως η κύρια πρόκληση στο πλαίσιο της ανάπτυξης βιώσιμων συστημάτων τροφίμων, και δευτερευόντως στην κοινωνική ευημερία και στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα (Hospes & Brons, 2016).
Για την προώθηση της μετάβασης σε βιώσιμα συστήματα τροφίμων έχει αναπτυχθεί ένα σύνολο διαδικασιών διακυβέρνησης, στρατηγικών και πολιτικών, από το διεθνές μέχρι το τοπικό επίπεδο. Ένα παράδειγμα αποτελεί η σύνοδος κορυφής του ΟΗΕ για τα συστήματα τροφίμων (UN Food Systems Summit), μια συνεχιζόμενη διαδικασία μεταξύ επιστημόνων, επιχειρηματιών, πολιτικών, αγροτών/τισσών, καταναλωτών/τριών, περιβαλλοντικών ακτιβιστών/στριών και άλλων, με στόχο τη διαμόρφωση συμπεριληπτικών, ολιστικών και καινοτόμων λύσεων για τη μετάβαση σε βιώσιμα συστήματα τροφίμων. Σε επίπεδο ΕΕ, η στρατηγική «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» (Farm to Fork) και το πλαίσιο πολιτικής για την έρευνα και την καινοτομία «Food 2030», προωθούν επίσης τη μετάβαση σε βιώσιμα συστήματα τροφίμων, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων και της επισιτιστικής ανασφάλειας.
Αστική διατροφική διακυβέρνηση και Συμβούλια Διατροφικής Πολιτικής
Στον αστικό χώρο ειδικότερα, παρατηρούνται φαινόμενα όπως οι σχετικά υψηλότερες τιμές τροφίμων, οι οποίες εντείνουν τις διατροφικές ανισότητες (Eurostat, 2021), η ευρεία υιοθέτηση ανθυγιεινών διατροφικών προτύπων (WHO, 2016), η έντονη συμβολή στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, μέσω της αυξημένης σπατάλης τροφίμων και των υψηλών εκπομπών αέριων ρύπων που συνδέονται με τη μεταφορά των τροφίμων (Vermeulen κ.ά., 2012), καθώς και η απώλεια αγροτικής γης εξαιτίας της αστικής εξάπλωσης. Η αστική διατροφική διακυβέρνηση και πολιτική, επομένως, αναδεικνύεται ως πεδίο κομβικής σημασίας για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων και την τοπική προσαρμογή των στόχων που προβλέπουν τα προαναφερόμενα διεθνή πλαίσια πολιτικής. Υπό αυτή τη συνθήκη δημιουργήθηκε το Σύμφωνο του Μιλάνου για την Αστική Διατροφική Πολιτική (MUFPP) ως μια διεθνής συμφωνία δέσμευσης για τη δημιουργία βιώσιμων αστικών συστημάτων τροφίμων.
Προκειμένου να αναπτυχθεί μια αποτελεσματική και κατάλληλη για κάθε περιοχή αστική διατροφική διακυβέρνηση και πολιτική, η βιβλιογραφία (Moragues-Faus & Battersby, 2021) υπογραμμίζει τη σημασία της εστίασης σε ζητήματα συμμετοχικότητας. Οι υπάρχουσες διατροφικές πολιτικές κρίνονται συχνά ανεπαρκείς ως προς τη συμμετοχή και τον έλεγχο από πλευράς των τοπικών κοινοτήτων, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την τάση αναπαραγωγής καλών πρακτικών οι οποίες έχουν αναπτυχθεί σε άλλες περιοχές, χωρίς προσαρμογή τους στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε αστικού χώρου (Filippini κ.ά., 2019). Επιπλέον, οι πολιτικές αυτές αδυνατούν πολλές φορές να συμφιλιώσουν τις οπτικές και τις προτεραιότητες του αστικού πληθυσμού με αυτές του πληθυσμού της υπαίθρου (Hospes & Brons, 2016). Η συμβολή των τοπικών κοινοτήτων στην παραγωγή κοινωνικά καινοτόμων και χωρικά κατάλληλων απαντήσεων στις σύγχρονες προκλήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης (Chatterton, 2019) είναι αναγνωρισμένη. Έτσι, νέα θεσμικά εργαλεία στο πεδίο της τροφής, που στοχεύουν στην ενεργοποίηση και συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση των αγροδιατροφικών προκλήσεων.
Ένα παράδειγμα θεσμικού εργαλείου είναι τα Συμβούλια Διατροφικής Πολιτικής (ΣΔΠ), μια μορφή σύμπραξης του δημοσίου τομέα με την ενδιαφερόμενη κοινότητα, που συνήθως αναπτύσσεται σε τοπικό επίπεδο. Τα πρώτα ΣΔΠ ιδρύθηκαν κατά τη δεκαετία του ’80 στη Βόρεια Αμερική, ως απάντηση στη διατροφική κρίση της περιόδου εξαιτίας της αυξανόμενης φτωχοποίησης του πληθυσμού. Στην Ευρώπη εξαπλώθηκαν κυρίως από το 2010 και έπειτα, στο πλαίσιο της ανάπτυξης βιώσιμων απαντήσεων στις σύγχρονες αγροδιατροφικές προκλήσεις (Michel et al., 2022). Μάλιστα, το MUFPP προωθεί την ανάπτυξη ΣΔΠ στις πόλεις ως δομών σχεδιασμού και εφαρμογής της διατροφικής πολιτικής, ενώ στην έκθεση «Προς μια κοινή διατροφική πολιτική για την ΕΕ» προτάθηκε επίσης η δημιουργία ενός ΣΔΠ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο (IPES Food, 2019).
Μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ΣΔΠ αποτελούν μια κοινωνική καινοτομία στη διατροφική διακυβέρνηση, διότι επιχειρούν να καλύψουν τις σύγχρονες διατροφικές ανάγκες, αναπτύσσοντας καινοτόμες λύσεις, μέσω νέων κοινωνικών σχέσεων συνεργασίας, οι οποίες μετασχηματίζουν τους υπάρχοντες θεσμούς διακυβέρνησης (βλ. προσέγγιση της κοινωνικής καινοτομίας στο Amanatidou κ.ά., 2018). Ειδικότερα, τα ΣΔΠ απαντούν στην ανάγκη να ενισχυθεί η συμπερίληψη διαφορετικών φορέων στην αστική διατροφική διακυβέρνηση και πολιτική, εφαρμόζοντας στην πράξη έννοιες όπως το «τρίγωνο διατροφικής πολιτικής» (Hospes & Brons, 2016). Το τρίγωνο διατροφικής πολιτικής αναφέρεται στη συνεργασία μεταξύ κρατικών φορέων, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και φορέων της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων, με στόχο τη διαμόρφωση και υλοποίηση της διατροφικής πολιτικής. Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, τα ΣΔΠ μπορούν να υποστηρίξουν με ολιστικό τρόπο την ανάπτυξη βιώσιμων συστημάτων τροφίμων και να προωθήσουν την αποτελεσματικότητα των σχετικών πρωτοβουλιών (Filippini κ.ά., 2019).
Η περίπτωση του Συμβουλίου Διατροφικής Πολιτικής του Δήμου Θεσσαλονίκης
Το πλαίσιο της διατροφικής πολιτικής στη Θεσσαλονίκη
Από το 2010 και έπειτα, στον Δήμο Θεσσαλονίκης δόθηκε έμφαση στην τουριστική ανάπτυξη ως απάντηση στη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, ο Δήμος Θεσσαλονίκης εστιάστηκε ιδιαιτέρως στην ανάδειξη της πόλης ως γαστρονομικού προορισμού (Chatzinakos, 2016). Η στρατηγική αυτή στηρίζεται στην αξιοποίηση της πλούσιας γαστρονομικής παράδοσης της Θεσσαλονίκη και της έντονης εμπορικής και μη δραστηριότητας στον αγροδιατροφικό τομέα (ό.π.), που περιλαμβάνει επιχειρήσεις στους τομείς της εστίασης και του λιανικού εμπορίου τροφίμων, παραγωγικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις, γαστρονομικές ξεναγήσεις και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Σταθμός σε αυτή την προσπάθεια υπήρξε η θεσμοθέτηση του ετήσιου Φεστιβάλ Γαστρονομίας (Thessaloniki Food Festival) το 2011, με στόχο την προώθηση του γαστρονομικού τουρισμού και των σχετικών δραστηριοτήτων.
Εκτός από τις πολιτικές οι οποίες στοχεύουν στον γαστρονομικό τουρισμό, ο Δήμος Θεσσαλονίκης ανέπτυξε και κοινωνικές πολιτικές σχετικά με την τροφή, όπως τα κοινωνικά παντοπωλεία, τα συσσίτια, και τα προγράμματα επισιτιστικής και βασικής υλικής συνδρομής, οι οποίες εφαρμόστηκαν εντατικότερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα, ο Δήμος Θεσσαλονίκης δεν είχε αναπτύξει μια συνεκτική και ευρεία διατροφική στρατηγική και ένα αντίστοιχο όργανο διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα οι σχετικές πρωτοβουλίες να είναι αποσπασματικές και διεσπαρμένες σε διάφορα τμήματα και υπηρεσίες.
Προσφάτως, ο Δήμος Θεσσαλονίκης εμπλούτισε τη διατροφική του ατζέντα ώστε να συμπεριλάβει πολύ περισσότερες θεματικά πεδία πέραν της γαστρονομίας και των αποσπασματικών κοινωνικών μέτρων. Αυτό εν μέρει οφείλεται στη διεθνή δικτύωση του Δήμου. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε το 2015 με την υπογραφή του προαναφερθέντος Συμφώνου του Μιλάνου για την Αστική Διατροφική Πολιτική. Σε συνδυασμό με τη συμμετοχή του Δήμου στο δίκτυο Eurocities, στο θεματικό πεδίο της τροφής, οι κινήσεις αυτές οδήγησαν στην εμπλοκή του στο έργο «Food Trails», στο πλαίσιο του προγράμματος έρευνας και καινοτομίας Horizon 2020. Μέσω της συμμετοχής του στο έργο αυτό, ο Δήμος Θεσσαλονίκης ανέπτυξε μια ευρεία και συνεκτική διατροφική στρατηγική το 2023, η οποία διαμορφώθηκε από το Συμβούλιο Διατροφικής Πολιτικής, όργανο που επίσης θεσμοθετήθηκε στο πλαίσιο του έργου. Επιπλέον, το 2021 η Θεσσαλονίκη εντάχθηκε στο Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων Γαστρονομίας της UNESCO.
Ιστορικό σύστασης και συμμετέχοντες στο Συμβούλιο Διατροφικής Πολιτικής Θεσσαλονίκης
Τα δεδομένα τα οποία παρατίθενται σχετικά με την εξέλιξη του ΣΔΠ Θεσσαλονίκης, προέκυψαν από πρωτογενή έρευνα που διενεργήθηκε μεταξύ Φεβρουαρίου και Δεκεμβρίου του 2023 από τη συγγραφική ομάδα του λήμματος και συμπεριλάμβανε έρευνα γραφείου και συνεντεύξεις με δύο συμμετέχοντες στο ΣΔΠ. Η εν λόγω έρευνα έγινε στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «Κοινωνική καινοτομία για την αστική ανάπτυξη: οι πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης σε μια συγκριτική προσέγγιση (INNOVATur)».
Τα στάδια ίδρυσης του ΣΔΠ απεικονίζονται στην Εικόνα 1. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προπαρασκευαστική ομάδα έργου αποτελούνταν από τρεις εκπροσώπους του Δήμου, δύο ειδικούς/καθηγητές ΑΕΙ-ΤΕΙ, και έναν εκπρόσωπο του πεδίου της εφοδιαστικής αλυσίδας τροφίμων. Μετά το πέρας του έργου της προπαρασκευαστικής ομάδας, ο Δήμος λειτούργησε ως διαμεσολαβητής και επισπεύδων της διαδικασίας σύστασης του ΣΔΠ, απευθύνοντας ανοιχτό κάλεσμα στους τοπικούς ενδιαφερόμενους. Στα συμμετοχικά εργαστήρια συγκρότησης του ΣΔΠ και στη διαμόρφωση των προτάσεών του για τη βιώσιμη αστική διατροφή (ΣΔΠ Δήμου Θεσσαλονίκης, 2023) συμμετείχαν συνολικά 32 άτομα, τα οποία εκπροσώπησαν 21 φορείς, επιχειρήσεις και οργανώσεις, που παρουσιάζονται ανά κατηγορία στον Πίνακα 1 (ό.π.).
Στον Χάρτη 1 απεικονίζεται η έδρα όλων των φορέων που συμμετείχαν στο ΣΔΠ Θεσσαλονίκης, ενώ στον Χάρτη 2 απεικονίζεται η χωρική κατανομή των δράσεων των φορέων του ιδιωτικού τομέα και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών κατά την τελευταία πενταετία, που αφορούν το ζήτημα της αγροδιατροφής.
Όπως γίνεται φανερό από τον Χάρτη 1, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων του ΣΔΠ εδρεύει στον Δήμο Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα στην Α΄ Δημοτική Κοινότητα (ΔΚ), την περιοχή δηλαδή του ιστορικού κέντρου, και δευτερευόντως στην Ε΄ ΔΚ, ενώ ορισμένοι συμμετέχοντες εδρεύουν σε όμορους Δήμους και μόλις δύο εκτός όμορων Δήμων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την εμφανώς μεγαλύτερη εκπροσώπηση του αστικού πληθυσμού στο ΣΔΠ Θεσσαλονίκης.
Η παράλληλη εξέταση του Πίνακα 1 και του Χάρτη 1 φανερώνει την αυξημένη συμμετοχή των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στο ΣΔΠ και τη δραστηριοποίηση μεγάλου μέρους τους στον τομέα της εκπαίδευσης/ενημέρωσης. Μάλιστα, εξετάζοντας το είδος των δράσεων των συμμετεχόντων υπό τη σκοπιά του προαναφερόμενου τρίπτυχου των βιώσιμων συστημάτων τροφίμων (επισιτιστική ασφάλεια, κοινωνική ευημερία και περιβαλλοντική βιωσιμότητα) γίνεται εμφανές ότι οι δράσεις εστιάζονται και στους τρεις τομείς, με τις δράσεις οι οποίες προσανατολίζονται στην επισιτιστική ασφάλεια να είναι οι περισσότερες (αντιστοίχως με την έμφαση που έχει δοθεί στο πεδίο της ακαδημαϊκής έρευνας). Ακολουθούν οι δράσεις για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και οι δράσεις για την κοινωνική ευημερία. Όσον αφορά τη χωρική κατανομή των δράσεων, αυτές συγκεντρώνονται κυρίως στον Δήμο Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα στο αστικό κέντρο.
Οι προτάσεις πολιτικής του Συμβουλίου Διατροφικής Πολιτικής Θεσσαλονίκης
Οι περισσότερες προτάσεις πολιτικής που διαμόρφωσε το ΣΔΠ Θεσσαλονίκης στοχεύουν στην ενίσχυση της πρόσβασης σε θρεπτική, υγιεινή και κατάλληλη τροφή, δηλαδή στην επισιτιστική ασφάλεια. Η πρόταση για την ενίσχυση της διασύνδεσης παραγωγών-καταναλωτών και για την προώθηση της αστικής γεωργίας και ιδιοκαλλιέργειας είναι σχετικό παράδειγμα (ΣΔΠ Δήμου Θεσσαλονίκης, 2023). Όπως απεικονίζεται στον Χάρτη 3, τα συνεταιριστικά παντοπωλεία, τα οποία πωλούν κυρίως προϊόντα που προμηθεύονται απευθείας από παραγωγούς συγκεντρώνονται στον Δήμο Θεσσαλονίκης (κυρίως στην Ε΄ Δημοτική Κοινότητα). Αντιθέτως, οι αγορές παραγωγών, που αποτελούν εγχειρήματα απευθείας διάθεσης προϊόντων, εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε γειτονικούς Δήμους, όπως και τα εγχειρήματα ιδιοκαλλιέργειας. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι στον Δήμο Θεσσαλονίκης απουσιάζουν οι δομές απευθείας διάθεσης προϊόντων και οι δομές ιδιοκαλλιέργειας, ενώ στους γειτονικούς Δήμους απουσιάζουν οι εναλλακτικές δομές καθημερινής διάθεσης προϊόντων, όπως τα συνεταιριστικά παντοπωλεία. Τα δεδομένα αυτά κρίνεται σκόπιμο να ληφθούν υπόψη κατά τον σχεδιασμό των έργων/δράσεων που θα αφορούν τη διασύνδεση παραγωγών-καταναλωτών και την προώθηση της αστικής γεωργίας και ιδιοκαλλιέργειας, σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών δράσεων για την τροφή στο κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης, που απεικονίζεται στον Χάρτη 2.
Οι προτάσεις του ΣΔΠ καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των ειδικών αγροδιατροφικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα (π.χ. παιδική και εφηβική παχυσαρκία, βιώσιμη παραγωγή) και αυτών που αντιμετωπίζει ειδικότερα ο αστικός χώρος (π.χ. διατροφικές ανισότητες, υψηλές εκπομπές ρύπων κατά τη μεταφορά τροφίμων), με εξαίρεση (στη δεύτερη περίπτωση) την απώλεια αγροτικής γης εξαιτίας της αστικής εξάπλωσης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα ανθυγιεινά διατροφικά πρότυπα, τα οποία συνδέονται με την παχυσαρκία, και στη σπατάλη τροφίμων (ΣΔΠ Δήμου Θεσσαλονίκης, 2023), ζητήματα που συμπεριλαμβάνονται στις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και ο αστικός χώρος, αντίστοιχα. Επιπλέον, η αξιοποίηση της γαστρονομικής παράδοσης ενσωματώνεται στις προτάσεις του ΣΔΠ ως κεντρικός άξονας πολιτικής υπό τον τίτλο «Σχεδιασμός και ανάδειξη της γαστρονομικής ταυτότητας της πόλης» (ό.π., σ. 12). Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι οι προτάσεις πολιτικής, οι οποίες αποτελούν τη μοναδική δράση του ΣΔΠ μέχρι τη στιγμή σύνταξης του λήμματος, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τις αστικές προτεραιότητες παράλληλα με αυτές της υπαίθρου, στοχεύοντας ιδιαίτερα στη σύνδεση με την περιαστική ύπαιθρο, αν και, δεδομένου του αστικού χαρακτήρα του Δήμου, η πλειοψηφία τους φαίνεται να επικεντρώνεται στην εξυπηρέτηση των αναγκών του αστικού πληθυσμού.
Το Συμβούλιο Διατροφικής Πολιτικής Θεσσαλονίκης ως παράδειγμα κοινωνικής καινοτομίας: προκλήσεις και προοπτικές
Το ΣΔΠ Θεσσαλονίκης είναι το πρώτο αντίστοιχο εγχείρημα το οποίο συγκροτείται στην Ελλάδα. Μπορεί να προσεγγιστεί ως πρακτική κοινωνικής καινοτομίας, δεδομένου ότι προσπαθεί να καλύψει μια επίκαιρη ανάγκη, μετασχηματίζοντας τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις και τους θεσμούς. Ειδικότερα, το ΣΔΠ αντιμετωπίζει με ενιαίο τρόπο το προηγουμένως διασπασμένο σε διάφορα τμήματα και υπηρεσίες ζήτημα της τροφής, εστιάζοντας στη συμπληρωματικότητα και τις αλληλεξαρτήσεις των σχετικών πολιτικών. Παράλληλα, αποτελεί ένα νέο όργανο διακυβέρνησης, το οποίο φέρνει κοντά φορείς με διαφορετικό ρόλο και δράση στο τοπικό σύστημα τροφίμων, προκειμένου να καλύψει την ανάγκη για πρόσβαση σε προσιτή, ποιοτική και κατάλληλη τροφή, καθώς και την ευρύτερη ανάγκη μετάβασης σε βιώσιμα συστήματα τροφίμων, με συμμετοχικό τρόπο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, απαντάει και σε μια άλλη αναγνωρισμένη ανάγκη για την πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία είναι η έλλειψη ενός θεσμού διαμεσολάβησης –και άρα συνεργασίας– μεταξύ του Δήμου και της τοπικής κοινωνίας. Η ανάγκη αυτή εκφράστηκε επανειλημμένα από συνεντευξιαζόμενους/ες κατά την έρευνα πεδίου.
Ωστόσο, αν και το ΣΔΠ αποτελεί πλέον θεσμικό εργαλείο στη διάθεση του Δήμου Θεσσαλονίκης για τη σύμπραξή του με την τοπική κοινωνία, στο πλαίσιο της ανάπτυξης μιας συνεκτικής αστικής διατροφικής πολιτικής, υπάρχουν ποικίλες προκλήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητά του και τη μετάβαση από τον σχεδιασμό στην υλοποίηση της διατροφικής πολιτικής. Η πιο βασική πρόκληση που εντοπίστηκε είναι ότι το ΣΔΠ δεν αποτελεί όργανο ενσωματωμένο στο οργανόγραμμα του Δήμου με την ανάλογη κατανομή πόρων, τόσο ανθρώπινων όσο και οικονομικών. Έτσι η συνέχιση της δράσης του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξεύρεση πόρων μέσω, κυρίως, ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Με τη σειρά του, αυτό το καθεστώς επισφαλούς λειτουργίας μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα διαστήματα αδράνειας, πλήττοντας τις σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργασίας που διαμορφώνονται μεταξύ των συμμετεχόντων του ΣΔΠ, και άρα επιδρώντας αρνητικά στον βαθμό συμμετοχικότητάς του. Παράλληλα, η εξάρτηση της λειτουργίας του ΣΔΠ από υπερτοπικές χρηματοδοτήσεις συναρτά ενδεχομένως τις στρατηγικές κατευθύνσεις του με στρατηγικές ατζέντες που διαμορφώνονται σε υπερτοπικό επίπεδο και όχι με τις τοπικές ανάγκες.
Αν το ΣΔΠ Θεσσαλονίκης καταφέρει να παρακάμψει τον σκόπελο της βιωσιμότητας, μπορεί να διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη διάδοση βιώσιμων αγροδιατροφικών πρακτικών σε τοπικό επίπεδο, μέσω του συντονισμού δράσεων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, αλλά και μέσω της υποστήριξης στη δημιουργία χώρων που προωθούν την αστική καλλιέργεια και την άμεση σύνδεση παραγωγών-καταναλωτών/τριών. Ιδιαίτερα προωθητικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει και στην εξάπλωση των Εναλλακτικών Αγροδιατροφικών Δικτύων (ΕΑΤΔ) της Θεσσαλονίκης, για τα οποία κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική τόσο η μεταξύ τους δικτύωση, όσο και η σύμπραξη με διαφορετικούς δρώντες στο πλαίσιο δικτύων, όπως αυτό που συγκροτείται εντός ενός ΣΔΠ (Τζέκου, 2024). Μάλιστα, η ενίσχυση των ΕΑΤΔ συγκαταλέγεται στους άξονες πολιτικής του ΣΔΠ (ΣΔΠ Δήμου Θεσσαλονίκης, 2023).
Εν κατακλείδι, το ΣΔΠ Θεσσαλονίκης αποτελεί σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της θεμελίωσης ενός θεσμού συνεργασίας και διαμεσολάβησης μεταξύ του Δήμου και της τοπικής κοινωνίας για την πόλη της Θεσσαλονίκης, ανοίγοντας προοπτικές για την επέκταση της σύμπραξης ή την ανάπτυξη ανάλογων συμπράξεων και σε άλλους, συνδεδεμένους τομείς, όπως πχ η κυκλική οικονομία, η ενέργεια και ο βιώσιμος τουρισμός. Ωστόσο, η επίδραση της έλλειψης πόρων αφιερωμένων στη συνέχιση της λειτουργίας του και στις στρατηγικές κατευθύνσεις του είναι ζήτημα που χρειάζεται να διερευνηθεί περαιτέρω.
Υποσημειώσεις
1Η εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων περιλαμβάνει τα στάδια της παραγωγής, επεξεργασίας, διανομής και κατανάλωσης των τροφίμων.
2Ορισμένα παραδείγματα στρατηγικών και πρακτικών προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης βιώσιμων συστημάτων τροφίμων είναι η αγροοικολογία και τα εναλλακτικά αγροδιατροφικά δίκτυα (βλ. Τζέκου, 2024). Η αγροοικολογία εφαρμόζει τις οικολογικές έννοιες και πρακτικές στην αγροτική παραγωγή, ελαχιστοποιώντας τις περιβαλλοντικές της επιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της αγροδασοπονίας που βασίζεται στο συνδυασμό δένδρων με γεωργικές καλλιέργειες ή/και βόσκηση στην ίδια περιοχή. Τα Εναλλακτικά Αγροδιατροφικά Δίκτυα είναι εγχειρήματα που μειώνουν την απόσταση μεταξύ παραγωγών-καταναλωτών/τριών, διευκολύνοντας την πρόσβαση των τελευταίων σε ποιοτική τροφή.
3 Βλ. https://www.un.org/en/food-systems-summit/
4Βλ. https://food.ec.europa.eu/horizontal-topics/farm-fork-strategy_en
6Βλ. https://www.milanurbanfoodpolicypact.org/
8 Βλ. https://eurocities.eu/cities/thessaloniki/
9 Βλ. https://cityofgastronomy.thessaloniki.gr/en/
10 Το ερευνητικό έργο «INNOVATur», το οποίο υλοποιήθηκε μεταξύ 2022-2024, διερεύνησε κοινωνικά καινοτόμες πρακτικές και τις μετασχηματιστικές διαστάσεις τους ως προς την αστική πολιτική και ανάπτυξη, εστιάζοντας στις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο αυτό εξετάστηκαν παραδείγματα σύμπραξης δημοσίου-κοινοτικού χαρακτήρα, δηλαδή συνεργασίας δημοτικών Αρχών με τοπικές κοινότητες (όπως εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών και φορείς της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας) προκειμένου να δοθούν λύσεις σε τοπικά προβλήματα και ανάγκες.
11Διευκρινίζεται ότι ο Χάρτης 2 απεικονίζει δράσεις των συμμετεχόντων στο ΣΔΠ ιδιωτικών φορέων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και όχι δράσεις του ίδιου του ΣΔΠ Θεσσαλονίκης.
12 Ως όμοροι προσδιορίζονται οι Δήμοι που συνορεύουν με τον Δήμο Θεσσαλονίκης.
13 Το δίκτυο Open Farm που απεικονίζεται στο παράρτημα του χάρτη εδρεύει στην Αθήνα, και το ΔΙΠΑΕ στη Σίνδο.
14 Σημειώνεται ότι η απεικόνιση των εγχειρημάτων ιδιοκαλλιέργειας δεν περιλαμβάνει σχολικούς λαχανόκηπους. Επιπλέον, δεν περιλαμβάνει τα εγχειρήματα ιδιοκαλλιέργειας που είτε ήταν υπό σύσταση, είτε δεν κατέστη εφικτό να διαπιστωθεί αν συνέχιζαν να είναι ενεργά κατά την περίοδο συγγραφής του λήμματος. Το ίδιο ισχύει και για τις αγορές παραγωγών.