Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε ένα κομβικό σημείο διέλευσης ανθρώπων που κινούνται από χώρες της Αφρικής, καθώς και της Κεντρικής και Δυτικής Ασίας, προς την Ευρώπη. Οι άνθρωποι σε κίνηση είναι συνήθως εκτοπισμένοι πληθυσμοί από εμπόλεμες ζώνες, αλλά μετακινούνται επίσης και για ποικίλους λόγους: πολιτικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς, έμφυλης βίας και διακρίσεων, καθώς και κλιματικής αλλαγής, επιδιώκοντας να αιτηθούν άσυλο σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα και ως εκ τούτου να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες. Συγκεκριμένα, από το 2015 και μετά, παρατηρείται ιδιαίτερη αύξηση του αριθμού ανθρώπων που κινούνται στον λεγόμενο βαλκανικό διάδρομο, δηλαδή από την Τουρκία προς την κεντρική Ευρώπη μέσω των βαλκανικών χωρών. Η Θεσσαλονίκη, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αποτελεί σημαντικό σταθμό και σημείο διέλευσης σε αυτήν τη διαδρομή. Ωστόσο, μετά την Ευρωτουρκική κοινή δήλωση-συμφωνία στις 20 Μαρτίου του 2016, που έχει ως στόχο να «να δώσ[ει] τέλος στην παράτυπη μετανάστευση από την Τουρκία προς την ΕΕ» (European Council, The Council of the European Union 2016), τα σύνορα των βαλκανικών χωρών έκλεισαν για πολίτες τρίτων χωρών, και επομένως ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων σε κίνηση εγκλωβίστηκε στην ελληνική επικράτεια. Είναι η εποχή που σχηματίζεται ο αυτοσχέδιος καταυλισμός στην Ειδομένη, στα σύνορα Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, με περίπου 20.000 ανθρώπους, στους οποίους απαγορεύεται η διέλευση των συνόρων. Μετά από περίπου οκτώ μήνες αναμονής, τον Μάιο του 2016, εκκενώνεται ο αυτοσχέδιος καταυλισμός της Ειδομένης, και το ελληνικό κράτος αποφασίζει να οργανώσει χώρους φιλοξενίας-καμπς γύρω από τη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος «καμπς» αποτελεί μεταφορά του αγγλικού όρου camps. Παρόλο που οι ελληνικές Αρχές χρησιμοποιούν τον όρο «δομές φιλοξενίας», στο κείμενο αυτό επιλέγεται να κρατηθεί ο αγγλόγλωσσος όρος καθώς έχει επικρατήσει τόσο μεταξύ των αιτούντων άσυλο όσο και στον προφορικό λόγο αυτός ο όρος.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι έναν χρόνο πριν τη λεγόμενη «προσφυγική κρίση» ή καλύτερα «κρίση υποδοχής» (Christopoulos & Souvlis, 2016), η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, σε έκθεσή της για τη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθηθεί την περίοδο 2014-2018, είχε θέσει ως όραμα «όλοι οι πρόσφυγες[…] να μπορούν να ικανοποιούν με ασφάλεια και αξιοπρέπεια τις ανάγκες τους σε στέγη και εγκατάσταση με βιώσιμο τρόπο[…] όπου κι αν ζουν είτε σε αστικό είτε σε αγροτικό περιβάλλον» (UNHCR, 2014, σ. 2) και τόνιζε ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η δημιουργία καμπς γύρω από αστικά περιβάλλοντα, αλλά να επιδιώκεται η στέγαση των προσφύγων εντός του αστικού ιστού (UNHCR, 2014, σ. 8).
Παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση της δημιουργίας καμπς, σύμφωνα με το εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για του Πρόσφυγες για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, «οι αποφάσεις για την τοποθεσία του καμπ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν την κυβέρνηση υποδοχής [host government] καθώς και τις τοπικές αρχές και κοινότητες» (UNHCR, 2007, σ. 206). Τονίζεται ότι είναι επίσης σημαντικό «να εμπλακούν και οι πρόσφυγες σε όλες τις φάσεις της διαμόρφωσης του καμπ, καθώς και στον σχεδιασμό και στην κατασκευή των καταλυμάτων» (UNHCR, 2007, σ. 206), όπως και ότι θα πρέπει να ακολουθείται μια «από τα κάτω προς τα πάνω προσέγγιση σχεδιασμού» (UNHCR, 2007, σ. 206). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ισχύουν οι γενικές κατευθύνσεις για «το δικαίωμα σε επαρκή κατοικία», όπως έχουν προσδιοριστεί από την Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και αναφέρουν τα παρακάτω κριτήρια: «ασφάλεια, διαθεσιμότητα υπηρεσιών, εγκαταστάσεων και υποδομών, προσιτότητα, κατοικησιμότητα, προσβασιμότητα και πολιτισμική καταλληλότητα» (UN, 1991, σ. 4). Παρόμοιες κατευθύνσεις και προδιαγραφές σχετικά με το δικαίωμα των εκτοπισμένων πληθυσμών και των αιτούντων άσυλο στη στέγαση και σε βασικές υπηρεσίες σε κρατικά καμπς υπάρχουν σε εγχειρίδια διεθνών οργανισμών (European Council on Refugees and Exiles, 2007; International Organization for Migration κ.ά., 2015).
Ωστόσο, στην περίπτωση των καμπς γύρω από τη Θεσσαλονίκη, από την αρχή της λειτουργίας τους (2016) έως τη στιγμή που γράφεται το κείμενο (2024), παρατηρείται σημαντική απόκλιση από τις παραπάνω προδιαγραφές. Στην πραγματικότητα, τα καμπς δημιουργούνται σε απομονωμένους πρώην εργοστασιακούς χώρους ή σε εγκαταλελειμμένα στρατόπεδα έξω από τον αστικό ιστό. Συνήθως χρησιμοποιείται τόσο ο υπαίθριος χώρος όσο και το εσωτερικό των εγκαταλελειμμένων κτισμάτων. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι αυτοί οι χώροι αποτελούν ερείπια (Ziindrilis & Dalakoglou, 2019) της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης και στρατιωτικοποίησης της χώρας. Συγκεκριμένα, αποτελούν έκφραση της μαζικής μεταπολεμικής βιομηχανικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης και των ψυχροπολεμικών πολιτικών στρατιωτικοποίησης, καθώς η χώρα βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του ΝΑΤΟ και η Θεσσαλονίκη είναι σε εγγύτητα με το πρώην ανατολικό μπλοκ. Ωστόσο, η πτώση του τείχους του Βερολίνου, η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, η ανάδυση του μεταφορντισμού και η επακόλουθη αποβιομηχάνιση της χώρας και της Θεσσαλονίκης είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να εγκαταλειφθούν εκτεταμένες εργοστασιακές εγκαταστάσεις και στρατιωτικές βάσεις στην περίμετρο της πόλης (Tsavdaroglou & Lalenis, 2020).
Σπουδές των καμπς
Η συζήτηση σχετικά με τα καμπς έχει την αφετηρία της στο αποικιακό παρελθόν των ευρωπαϊκών χωρών με τα πρώτα καμπς-στρατόπεδα συγκέντρωσης να δημιουργούνται στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Λατινική Αμερική, την Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση των καμπς. Ο Bauman (2000) υποστήριξε ότι ο εικοστός αιώνας ήταν ο «αιώνας των καμπς», και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR, 2021) εκτιμά ότι στις αρχές του 21ου αιώνα περισσότεροι από έξι εκατομμύρια άνθρωποι ζούνε σε καμπς.
Σήμερα στις λεγόμενες σπουδές των καμπς διακρίνονται δυο βασικές προσεγγίσεις. Η παλαιότερη προσέγγιση εξέταζε το καμπ ως χώρο εξαίρεσης και βιοπολιτικής (Ek, 2006; Isin & Rygiel, 2007; Minca, 2015; Pasquetti, 2015). Ακολουθώντας τις αναλύσεις του Ιταλού φιλοσόφου Agamben (1998) περί κατάστασης εξαίρεσης και αναστολής του νόμου, το προσφυγικό καμπ μπορεί να εννοιολογηθεί ως το εμβληματικό μέρος βιοπολιτικής, όπου η «γυμνή ζωή» παράγεται από την κυρίαρχη εξουσία. Αυτή η προσέγγιση δίνει έμφαση στα χαρακτηριστικά εγκλεισμού, πειθάρχησης, απομόνωσης, και στις τεχνολογίες ελέγχου και αστυνόμευσης που εφαρμόζονται στο καμπ. Μια νεότερη προσέγγιση επιδιώκει να απομακρυνθεί από την παραπάνω «πειθαρχική» και «τιμωρητική» οπτική και μετατοπίζει το ενδιαφέρον στην εξέταση των πολιτισμικών πρακτικών και των καθημερινών σχέσεων μεταξύ των κατοίκων του καμπ. Συγκεκριμένα η προσέγγιση αυτή εστιάζει στη δυνατότητα δράσης των υποκειμένων, επιδιώκοντας να αναδείξει τις πρακτικές αμφισβήτησης, διαμαρτυρίας, και τις πιθανές μορφές αυτοοργάνωσης των κατοίκων του καμπ (Jordan & Minca, 2023; Martin, 2015; Ramadan, 2013; Sanyal, 2011; Martin et al., 2020).
Μεταξύ των παραπάνω δυο προσεγγίσεων νεότερες συμπληρωματικές προσεγγίσεις επιδιώκουν να αναδείξουν τις περιπλοκότητες μεταξύ του περιορισμού και της κινητικότητας (Turner & Whyte, 2022), του αποκλεισμού και της ένταξης (Oesch, 2017), και αναλύουν τις διασυνδέσεις και τις αλληλεπιδράσεις διαφορετικών κοινωνικοχωρικών διαμορφώσεων μεταξύ επίσημων και ανεπίσημων καμπς (Katz, 2017).
Καμπς στη Θεσσαλονίκη
Το πρώτο καμπ που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη ήταν για να στεγάσει τους πρόσφυγες που ήταν εγκλωβισμένοι στην Ειδομένη. Άνοιξε τον Απρίλιο του 2016 στο πρώην στρατόπεδο Αναγνωστοπούλου, βόρεια της περιοχής των Διαβατών, στη συμμαχική οδό Ωραιοκάστρου (Εικόνες 1, 2, 10). Τους επόμενους μήνες, το Υπουργείο Μετανάστευσης ανέθεσε σε υπηρεσίες του Στρατού (Εικόνα 3) να διαμορφώσουν συνολικά 17 «δομές φιλοξενίας» (Κεντρικό Συντονιστικό Όργανο Διαχείρισης Προσφυγικής Κρίσης, 2016) προσφύγων στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας (βλ. Χάρτης 1, Πίνακας 1), στις οποίες το καλοκαίρι του 2016 διέμεναν πάνω από 21.000 άτομα (ό.π., 2016). Την ίδια περίοδο δημιουργούνται συνολικά στην ηπειρωτική χώρα 42 «δομές φιλοξενίας» (Κεντρικό Συντονιστικό Όργανο Διαχείρισης Προσφυγικής Κρίσης, 2016), οι οποίες ονομάζονται «Δομές Φιλοξενίας και Προσωρινής Υποδοχής»1 που ωστόσο «απέκτησαν χαρακτηριστικά μονιμότητας υπό την αδυναμία μακροπρόθεσμου προγραμματισμού» (Αράπογλου κ.ά., 2023).
Όσον αφορά τη χωροθέτησή τους, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης και της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, τα περισσότερα καμπς δημιουργήθηκαν στη δυτική πλευρά του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, κυρίως στους Δήμους Δέλτα και Ωραιοκάστρου (βλ. Χάρτης 2). Επτά καμπς δημιουργήθηκαν στις όμορες περιφερειακές ενότητες Κιλκίς, Ημαθίας, Πέλλας και Πιερίας, αργότερα δημιουργήθηκαν άλλα δυο στην περιφερειακή ενότητα Σερρών, όμως κανένα καμπ δεν χωροθετήθηκε στην περιφερειακή ενότητα Χαλκιδικής και μόνο ένα στα Βασιλικά, στον Δήμο Θέρμης, στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης (βλ. Χάρτη 1). Εδώ, επομένως, γίνεται φανερή η χωρική ανισοκατανομή, η οποία σχετίζεται με τη διαθεσιμότητα χώρων (εγκαταλελειμμένοι εργοστασιακοί χώροι και πρώην στρατόπεδα), αλλά μπορεί να γίνει η υπόθεση ότι συνδέεται και με την οικονομική διαστρωμάτωση των περιοχών υποδοχής, όπως και με την ενδεχόμενη πολιτική πίεση των τοπικών Αρχών. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των καμπς πραγματοποιήθηκαν αρκετές ξενοφοβικές-NIMBY (not in my backyard) διαμαρτυρίες (Μακρίδου, 2021; Pechlidou κ.ά., 2020), κυρίως ενάντια στα καμπς των Διαβατών, των Βασιλικών και του Ωραιοκάστρου, από κατοίκους γειτονικών οικισμών, υποστηριζόμενες αρκετές φορές από τις τοπικές Αρχές.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, στην πλειονότητά τους τα καμπς γύρω από το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης χωροθετήθηκαν στη δυτική πλευρά της πόλης (βλ. εικόνα 3, χάρτη 2), εντός βιομηχανικών ζωνών ή σε εγγύτητα με αυτές, όπως η ΒΙ.ΠΕ. Θεσσαλονίκης και το Βιομηχανικό Συγκρότημα Ιωνία. Δηλαδή, σε ακατάλληλες περιοχές, στις οποίες σύμφωνα με τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια απαγορεύεται η χρήση της κατοικίας ή η δημιουργία υποδομών συγκέντρωσης πληθυσμού (Gemenetzi & Papageorgiou, 2017; Pechlidou κ.ά., 2020; Tsavdaroglou & Lalenis, 2023). Επομένως, το καμπ αναδεικνύεται ως τόπος εξαίρεσης από τη χωροταξική νομοθεσία, και μάλιστα, σύμφωνα με το Σχέδιο Αντιμετώπισης Τεχνολογικών Ατυχημάτων Μεγάλης Έκτασης (Υπουργείο Εσωτερικών κ.ά., 4498/25-06-2009), ορισμένα καμπς χωροθετήθηκαν μέσα σε ζώνες επικινδυνότητας βιομηχανικών ατυχημάτων (βλ. Χάρτη 2). Επίσης, τα περισσότερα καμπς βρίσκονται δίπλα σε αυτοκινητόδρομους που λειτουργούν ως φυσικά και νοητικά σύνορα, αποκόπτοντας το καμπ από πιθανές γειτονικές οικιστικές περιοχές. Ταυτόχρονα η συγκοινωνιακή σύνδεση των καμπς με το κέντρο της πόλης είναι ελλιπής έως ανύπαρκτη.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν υπήρξε καμία επίσημη πρόσκληση και θεσμική διαδικασία για τη χωροθέτηση και οικιστική οργάνωση των καμπς, ενώ ο σχεδιασμός και η κατασκευή τους βασίστηκε σε άτυπες αποφάσεις εργολάβων και αξιωματικών του Στρατού (Tsavdaroglou & Lalenis, 2023). Πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες, η κοινωνία των πολιτών και οι πρόσφυγες-κάτοικοι αποκλείστηκαν από τις διαδικασίες σχεδιασμού τους. Τα καμπς δημιουργήθηκαν όντως σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ωστόσο, μετά από περίπου δέκα χρόνια, δεν δικαιολογείται η απουσία διαδικασιών δημόσιας διαβούλευσης και συνολικού θεσμοθετημένου πολεοδομικού σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, τα πιο κοινά χαρακτηριστικά ενός τυπικού καμπ είναι ένας φράχτης με συρματοπλέγματα, λευκά κοντέινερς και η ιπποδάμεια ορθοκανονική διάταξη του χώρου. Συνήθως, η διάταξη του καννάβου είναι δομημένη με ιεραρχικό τρόπο, με τα κτίρια διοίκησης στο κέντρο και τις μονάδες στέγασης σε ορθοκανονική σειρά, σχήμα που εξυπηρετεί λειτουργικούς λόγους αλλά διευκολύνει επίσης την επιτήρηση και τον έλεγχο.
Επιπλέον, η διαβίωση στα καμπς χαρακτηρίζεται από σοβαρές ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και από αδυναμία πρόσβασης σε υποδομές υγείας, εκπαίδευσης, αλλά και σε τοπικές αγορές και δημόσιες υπηρεσίες. Σε γενικές γραμμές οι κάτοικοι των καμπς είναι αποκομμένοι από την κοινωνική ζωή της πόλης και από ευκαιρίες εύρεσης εργασίας. Παράλληλα το καμπ είναι ο τόπος όπου αναστέλλονται μια σειρά από κεκτημένα δημοκρατικά δικαιώματα που ισχύουν στην επικράτεια της χώρας. Οι κάτοικοι του καμπ δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων για την οργάνωση του καμπ και δεν έχουν δικαιώματα ψήφου, συνάθροισης και διαμαρτυρίας (Tsavdaroglou & Lalenis, 2023). Αντιθέτως, η ζωή στο καμπ υπόκειται σε μια σειρά από κανόνες και επαναλαμβανόμενες τελετουργίες ελέγχου, αναμονής και διαρκούς διαπραγμάτευσης με διερμηνείς, υπαλλήλους διαφόρων ΜΚΟ, και τις αστυνομικές ή στρατιωτικές Αρχές που είναι υπεύθυνες για τη λειτουργία του χώρου (Γκουσιάρη, 2024). Ταυτόχρονα το αίσθημα φόβου και ανασφάλειας είναι διάχυτο, καθώς έχουν καταγραφεί σε αρκετά καμπς περιστατικά απαγωγών των κατοίκων τους από αστυνομικούς χωρίς διακριτικά, αλλά και παράνομες επαναπροωθήσεις (pushbacks) στην Τουρκία. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η ζωή των πιο ευάλωτων κατοίκων του καμπ, όπως γυναίκες, ομοφυλόφιλα και τρανς άτομα (Liapi et al., 2019), καθώς και των παιδιών, κρίνεται ιδιαίτερα επισφαλής. Για παράδειγμα, η ζωή των παιδιών στο καμπ είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη καθώς οι εξειδικευμένες εγκαταστάσεις δεν επαρκούν, ενώ παρατηρείται έλλειμμα εποπτείας και ενδεχομένως επικίνδυνη συνάθροιση παιδιών με τον ενήλικο πληθυσμό (Digidiki & Bhabha, 2017).
Οι χώροι στέγασης ήταν αρχικά στρατιωτικού τύπου ομαδικές σκηνές (βλ. Εικόνα 4) και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν κοντέινερς, τα λεγόμενα isobox (βλ. Εικόνα 2). Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η βασική χρήση του κοντέινερ, ως τυποποιημένου εμπορευματοκιβωτίου, είναι να μεταφέρει με το μικρότερο δυνατό κόστος οποιοδήποτε εμπόρευμα από οπουδήποτε προς οπουδήποτε (Levinson, 2016). Ωστόσο, στην περίπτωση των προσφυγικών καμπς αντιστρέφεται η λειτουργία του, και αυτό το κιβώτιο που φτιάχτηκε «για να ταξιδεύει», γίνεται το κέλυφος που στεγάζει την ακινησία των νεοαφιχθέντων. Επίσης, η «κοντεϊνεροποίηση» των προσφύγων στο ίδιο επαναλαμβανόμενο και τυποποιημένο κέλυφος κατοικίας παραπέμπει σε λογικές ομογενοποίησης, αντικειμενοποίησης και αποπροσωποίησης, καθώς δεν λαμβάνονται υπόψη αλλά αποσιωπώνται οι ποικίλες κουλτούρες και αντιλήψεις που έχουν οι νεοαφιχθέντες για την κατοικία (Dalal, 2017).
Πρακτικές αλληλεγγύης και αμφισβήτησης
Το καμπ δεν αποτελεί μόνο τοποθεσία ελέγχου, καταγραφής και απομόνωσης των νεοαφιχθέντων. Μπορούν να αναγνωριστούν σε αυτό και πρακτικές αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, όπως επίσης και πλήθος από πρακτικές αμφισβήτησης, καθώς και διαμαρτυρίες, που πραγματοποιήθηκαν κυρίως τα πρώτα χρόνια λειτουργίας των καμπς.
Συγκεκριμένα, τα πρώτα χρόνια λειτουργίας, σχεδόν σε όλα τα καμπς οι κάτοικοί τους διαμόρφωσαν αυτοσχέδιους χώρους προετοιμασίας φαγητού, εστιατόρια, κουρεία, χώρους προσευχής, ανοιχτές αγορές και mini market (βλ. Εικόνες 5, 6, 7, 8). Η ανάγκη για τις παραπάνω αυτοσχέδιες υποδομές και δραστηριότητες δεν πήγαζε μόνο από την έλλειψη επαρκών υπηρεσιών και προμηθειών από τις επίσημες Αρχές, αλλά ανταποκρινόταν και στο γεγονός ότι οι κάτοικοι των καμπς προτιμούν να διαμορφώσουν τις δικές τους σχέσεις ως προς τις υποδομές (Meeus κ.ά., 2019) που να είναι πιο κοντά στις δικές τους πολιτισμικές πρακτικές. Ωστόσο, σταδιακά, οι παραπάνω δραστηριότητες περιορίστηκαν, μέχρι που από το 2021, λόγω των μέτρων για την πανδημία του covid-19, απαγορεύτηκαν πλήρως.
Επίσης, αρκετές διαμαρτυρίες έγιναν από κατοίκους των καμπς τόσο ενάντια στις συνθήκες διαβίωσης και στις γραφειοκρατικές καθυστερήσεις των αιτημάτων ασύλου, αλλά και για να διεκδικήσουν το δικαίωμα να εγκατασταθούν στην πόλη και γενικότερα να απαιτήσουν το άνοιγμα των συνόρων και ελευθερία μετακίνησης. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 2016 πραγματοποιήθηκαν αρκετές διαδηλώσεις από τους κατοίκους του καμπ Softex προς το κέντρο της πόλης. Επίσης, το ίδιο χρονικό διάστημα, πολλοί κάτοικοι των καμπς συμμετείχαν στη διεθνή δράση No Border camp (βλ. Εικόνα 9), που διοργανώθηκε από τοπικές και διεθνείς ομάδες αλληλεγγύης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και σε χώρους της πανεπιστημιούπολης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Tsavdaroglou, 2019). Ακόμη, το φθινόπωρο του 2016, μετά από τροχαίο δυστύχημα έξω από το καμπ Ωραιοκάστρου που στοίχισε τη ζωή σε δύο πρόσφυγες, οι κάτοικοι του καμπ απέκλεισαν το δρόμο, συγκρούστηκαν με αστυνομικές δυνάμεις, κατέλαβαν το καμπ, πραγματοποίησαν απεργία πείνας και οργάνωσαν διαδήλωση στο κέντρο της πόλης.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι το καμπ αποτελεί μια κοινότητα ανθρώπων που επιθυμούν να φανταστούν τη ζωή τους έξω από αυτό και ως εκ τούτου μοιράζονται πληροφορίες, δημιουργούν δίκτυα κοινωνικών σχέσεων, σχεδιάζουν τα επόμενα βήματά τους και ταυτόχρονα αναπτύσσουν διαρκώς μικρές καθημερινές πρακτικές φροντίδας και αλληλοϋποστήριξης.
Μετά το 2018 αρκετά από τα καμπς έκλεισαν. Σήμερα είναι σε λειτουργία οκτώ στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (βλ. Χάρτη 1), και παράλληλα ενισχύθηκαν οι μηχανισμοί ελέγχου, ακολουθώντας τη λεγόμενη στρατιωτικοποίηση του ελέγχου της μετανάστευσης (De Genova, 2015; Garelli & Tazzioli, 2018; Loyd & Mounz, 2018). Η πρόσβαση στο καμπ έχει περιοριστεί σε ελάχιστες διαπιστευμένες ΜΚΟ, και έχει απαγορευτεί η είσοδος σε επισκέπτες των προσφύγων, σε εθελοντικές ομάδες και αλληλέγγυες ομάδες πολιτών. Επίσης, το καμπ των Διαβατών (βλ. Εικόνα 10), το οποίο είναι το μόνο που παραμένει σε εγγύτητα με τη Θεσσαλονίκη, έχει μετατραπεί από το 2022 σε Κλειστή Ελεγχόμενη Δομή. Περιμετρικά του καμπ έχει υψωθεί τσιμεντένιος τοίχος πέντε μέτρων, και είναι σε λειτουργία το ψηφιακό σύστημα «Κένταυρος», το οποίο αφορά τον ηλεκτρονικό έλεγχο του καμπ με χρήση καμερών και αλγορίθμων ανάλυσης κίνησης (Artificial Intelligence Behavioral Analytics).
Συμπεράσματα
Ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές πολιτικές, η μετανάστευση αντιμετωπίζεται και από το ελληνικό κράτος ως ζήτημα ασφάλειας και ανθρωπιστικών παρεμβάσεων (Κουραχάνης, 2019). Στην πραγματικότητα, οι μεταναστευτικές πολιτικές αποκτούν όλο και περισσότερο τη μορφή του λεγόμενου «στρατιωτικού ανθρωπισμού» (Garelli & Tazzioli, 2018). Οι νεοαφιχθέντες θεωρούνται παθητικά και αβοήθητα όντα που χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζονται ως παράνομοι και λαθραίοι, δηλαδή ως μη επιθυμητοί ξένοι, που τους αναλογεί φιλοξενία μόνο υπό στρατιωτικούς όρους, δηλαδή μέσω τεχνολογιών και μηχανισμών ελέγχου και πειθάρχησης. Ως εκ τούτου τοποθετούνται σε περίκλειστα καμπς, τα οποία συχνά αποκλίνουν από την επίσημη πολεοδομική νομοθεσία. Με βάση τα παραπάνω, η σχεδόν δεκάχρονη εμπειρία των καμπς γύρω από τη Θεσσαλονίκη επιτρέπει να σκιαγραφηθούν ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα.
Πρώτον, το καμπ αποτελεί τον εμβληματικό χώρο στον οποίο εδαφικοποιείται ο αποκλεισμός, ο έλεγχος και η περιθωριοποίηση των νεοαφιχθέντων «άλλων». Συνεπώς, μπορεί να ειπωθεί ότι το καμπ αποτελεί ένα σαφές αστικό σύνορο μεταξύ της πόλης των νόμιμων πολιτών και της πόλης των άλλων, των μη επιθυμητών πληθυσμών. Ταυτόχρονα το καμπ αποτελεί έναν τόπο εξαίρεσης, αναστολής της πολεοδομικής νομοθεσίας, αναστολής της ορατότητας, αναστολής των δικαιωμάτων που ισχύουν στην υπόλοιπη επικράτεια της χώρας. Την ίδια στιγμή, οι στιγμές απόγνωσης και αναμονής, τα αισθήματα απελπισίας και παγίδευσης, η αβεβαιότητα για το μέλλον, ο φόβος της απέλασης και το μετατραυματικό στρες, είναι καθημερινά αναγνωρίσιμα στο σύνολο των κατοίκων του.
Ωστόσο, στον χώρο του καμπ μπορούν να ανιχνευθούν και ανατρεπτικές τροπικότητες αλληλεγγύης, πρακτικές αλληλοϋποστήριξης, δημιουργία σχέσεων εγγύτητας, αναδυόμενες φιλίες και μορφές αμοιβαίας φροντίδας. Οι κάτοικοι του καμπ έχουν την ικανότητα να επινοούν πρακτικές επιβίωσης και διαρκώς αναδύονται ενδεχομενικότητες συνύπαρξης, χωρικής ανυπακοής και διαμαρτυρίας. Συνεπώς, οι κάτοικοι του καμπ δεν είναι απλώς παθητικοί αποδέκτες των κρατικών μεταναστευτικών πολιτικών, αλλά είναι και οι ίδιες/οι ίδιοι δρώντα υποκείμενα που ενδέχεται να αναπτύσσουν μικρές καθημερινές στιγμές εμπρόθετης δράσης, οι οποίες ορισμένες φορές αποκτούν φωνή, διαπερνούν τον φράχτη και διαδηλώνουν στο κέντρο της πόλης.
Το καμπ, συνεπώς, όπως εύστοχα επισημαίνουν οι Agier κ.ά., (2019, σ. 71) είναι την ίδια στιγμή «προφητικό και καταστροφικό […] υπέροχο και άθλιο, ουτοπικό και δυστοπικό». Το καμπ είναι ο τόπος που οι καρτεσιανές γεωμετρίες της εξουσίας μεγεθύνονται, αλλά ταυτόχρονα δοκιμάζονται από τις μη προβλέψιμες επιθυμίες των ανθρώπων που συνεχίζουν να κινούνται σε όλες τις γεωγραφικές κλίμακες.
Υποσημειώσεις
1website του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου με τις Δομές Φιλοξενίας και Προσωρινής Υποδοχής https://migration.gov.gr/ris/perifereiakes-monades/domes/