Τα κρίσιμα ζητήματα και οι προκλήσεις που συνθέτουν την εικόνα του αγροδιατροφικού ζητήματος σήμερα, όπως η αυξανόμενη συγκέντρωση εξουσίας στο πεδίο της παραγωγής και της διανομής αγροδιατροφικών προϊόντων, οι έντονες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγροτική παραγωγή, η μείωση του εισοδήματος των αγροτών/τισσών, και ιδιαίτερα των μικρών παραγωγών, η επισιτιστική ανασφάλεια, τα σύγχρονα διατροφικά πρότυπα και η σπατάλη τροφίμων, καθιστούν αναγκαίο έναν βιώσιμο μετασχηματισμό του αγροδιατροφικού συστήματος. Το παρόν λήμμα εστιάζεται στα «από τα κάτω» Εναλλακτικά Αγροδιατροφικά Δίκτυα που δραστηριοποιούνται στην Ενότητα Μητροπολιτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης (όπως συνεταιριστικά παντοπωλεία, εγχειρήματα ιδιοκαλλιέργειας, αγορές χωρίς μεσάζοντες), και τις πρακτικές, τις τάσεις και τις κατευθύνσεις που αναδεικνύονται από τη λειτουργία τους για τη βιώσιμη διαχείριση των προαναφερόμενων ζητημάτων. Εξετάζονται επίσης οι προκλήσεις που συνδέονται με τα παραπάνω.
Το αγροδιατροφικό ζήτημα
Πώς συνδέονται οι κινητοποιήσεις των αγροτών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με την κλιματική αλλαγή, τη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής σε μεγάλες εταιρείες και την επικράτηση των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ; Τι διεξόδους μπορούν να παράσχουν τα εναλλακτικά αγροδιατροφικά δίκτυα στη διαχείριση των παραπάνω ζητημάτων; Ποιες διαδικασίες και πρακτικές που αναπτύσσονται σε αυτά θα μπορούσαν να συμβάλουν σε έναν βιώσιμο μετασχηματισμό του αγροδιατροφικού συστήματος;
Η αύξηση του κόστους των τροφίμων, οι επιπτώσεις των έντονων καιρικών φαινομένων στην αγροτική παραγωγή και οι κινητοποιήσεις των αγροτών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της μείωσης των εισοδημάτων τους και των περιοριστικών πολιτικών της ΕΕ, είναι μερικά μόνο από τα θεματικά πεδία που εντάσσονται σε αυτό που προσδιορίζεται ευρύτερα ως «το αγροδιατροφικό ζήτημα» και απασχολεί έντονα τον δημόσιο λόγο την τελευταία δεκαετία. Το αγροδιατροφικό ζήτημα αφορά την εξασφάλιση της πρόσβασης σε ασφαλή και ποιοτική τροφή και την ανάπτυξη βιώσιμων αγροδιατροφικών συστημάτων. Ορισμένα από τα βασικότερα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα του σήμερα είναι:
- Η αυξανόμενη συγκέντρωση εξουσίας τόσο στο πεδίο της παραγωγής της τροφής όσο και στο πεδίο διανομής της. Στην ΕΕ και στις ΗΠΑ (Douglas, 2024), καταγράφεται συνεχιζόμενη μείωση του πλήθους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και αύξηση του μέσου μεγέθους τους, καθώς οι μικροί παραγωγοί εγκαταλείπουν την αγροτική δραστηριότητα και μεταβιβάζουν τις εκμεταλλεύσεις τους σε μεγάλες εταιρείες (Borsellino κ.ά., 2020). Παράλληλα, συγκέντρωση παρατηρείται και στη λιανική αγορά τροφίμων (Backes κ.ά., 2018; FAO, 2017), με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ να ισχυροποιούν τη θέση τους έναντι των μικρών αλυσίδων και των τοπικών παντοπωλείων.
- Οι έντονες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην αγροτική παραγωγή, εξαιτίας φαινομένων όπως η αύξηση της θερμοκρασίας και η ενισχυμένη συχνότητα και ένταση ακραίων καιρικών φαινομένων (Yadav κ.ά., 2022). Για παράδειγμα, η υψηλή θερμοκρασία και οι εκτεταμένες ξηρασίες στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου οδήγησαν την παραγωγή ελαιόλαδου στην ΕΕ σε ετήσιο ιστορικό χαμηλό τον Ιούνιο του 2023 (Paddison, 2023). Οι επιπτώσεις αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς στην περιοχή της Μεσογείου, η οποία χαρακτηρίζεται ως hotspot κλιματικής αλλαγής με έντονα φαινόμενα λειψυδρίας (Antonelli κ.ά., 2022).
- Η συνεχιζόμενη μείωση του εισοδήματος των αγροτών/τισσών και ιδιαίτερα των μικρών παραγωγών. Οι αυστηρές προδιαγραφές για τα προϊόντα που παράγονται εντός ΕΕ, προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητά τους, θέτουν σημαντικούς περιορισμούς στην αγροτική παραγωγή με αποτέλεσμα να αυξάνουν το κόστος της. Οι περιορισμοί αυτοί αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο, στο πλαίσιο των πράσινων πολιτικών της ΕΕ, όπως αυτές που στοχεύουν στον περιορισμό της χρήσης φυτοφαρμάκων και των ρύπων που συνδέονται με την αγροτική παραγωγή. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση που αυξάνει το κόστος της αγροτικής παραγωγής, τις ζημίες από τα έντονα καιρικά φαινόμενα και τη μικρή διαπραγματευτική δύναμη των παραγωγών έναντι των μεσαζόντων, έχουν ως αποτέλεσμα να συμπιέζεται το αγροτικό εισόδημα. Παράλληλα, η Κοινή Αγροτική Πολιτική δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να μειώσει τις ανισότητες μεταξύ μεγάλων και μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων, με τις πρώτες να λαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι των ενισχύσεων (Scown κ.ά., 2020).
- Η εντεινόμενη επισιτιστική ανασφάλεια. Παράγοντες όπως τα διατροφικά σκάνδαλα, το αυξανόμενο κόστος των τροφίμων και οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών ορισμένων αγροτικών προϊόντων, καθιστούν όλο και δυσκολότερη την πρόσβαση σε ασφαλή, ποιοτική και οικονομική τροφή (Yadav κ.ά., 2022). Ταυτόχρονα, η κάλυψη των αναγκών του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού φαίνεται να απαιτεί την αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Ωστόσο, η αναγκαιότητα και το μέγεθος μιας τέτοιας αύξησης συναρτώνται με τα διατροφικά πρότυπα και τη σπατάλη τροφίμων.
- Η σπατάλη τροφίμων σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας, από το σημείο παραγωγής μέχρι το σημείο κατανάλωσης. Έχει υπολογιστεί ότι τα τροφικά απόβλητα αντιστοιχούν στο 1/3 της συνολικής παραγωγής τροφίμων, με το μεγαλύτερο τμήμα της σπατάλης τροφίμων να εντοπίζεται στο σημείο κατανάλωσης, π.χ. εντός της οικίας (Yadav κ.ά., 2022).
Τα παραπάνω ζητήματα επιτάσσουν έναν κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά βιώσιμο μετασχηματισμό του αγροδιατροφικού συστήματος. Ωστόσο, ποια κατεύθυνση θα πρέπει να έχει ένας τέτοιος μετασχηματισμός και πώς θα υλοποιηθεί; Πέρα από το ιδιαιτέρως σημαντικό πλαίσιο των πολιτικών που διαμορφώνονται για την τροφή, τοπικά (π.χ. συμβούλια διατροφικής πολιτικής1) και υπερτοπικά (π.χ. MUFPP2, Food 20303), οι καθημερινές πρακτικές που αναπτύσσονται εντός των Εναλλακτικών Αγροδιατροφικών Δικτύων μπορούν να υποδείξουν κατευθύνσεις και μέσα για τη βιώσιμη διαχείριση των αγροδιατροφικών προκλήσεων.
Τα Εναλλακτικά Αγροδιατροφικά Δίκτυα της Θεσσαλονίκης
Ως Εναλλακτικά Αγροδιατροφικά Δίκτυα (ΕΑΤΔ) προσδιορίζονται τα εγχειρήματα τα οποία προσπαθούν να μειώσουν, ακόμη και να εκμηδενίσουν, την απόσταση (με όρους γεωγραφικούς αλλά και κοινωνικούς) μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών/τριών, προωθώντας την κατά το δυνατόν άμεση συναλλαγή και την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο ομάδων. Στα ΕΑΤΔ συμπεριλαμβάνονται εγχειρήματα όπως:
- Οι αγορές χωρίς μεσάζοντες ή αγορές παραγωγών, στις οποίες οι ίδιες/οι οι παραγωγοί διαθέτουν άμεσα τα προϊόντα τους στο καταναλωτικό κοινό.
- Τα Κιβώτια Λαχανικών και η Κοινοτικά (ή Κοινωνικά) Υποστηριζόμενη Γεωργία (Ανθοπούλου & Παρταλίδου, 2015): το καταναλωτικό κοινό λαμβάνει σε τακτική βάση κιβώτια με αγροτικά προϊόντα απευθείας από τις/τους παραγωγούς. Στη συνθήκη της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, οι καταναλωτές/τριες συνάπτουν συμφωνία με συγκεκριμένες/ους παραγωγούς, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τη δυνατότητα συναπόφασης σχετικά με το είδος και τη διαδικασία της παραγωγής και διανομής, καθώς και την προπληρωμή συνδρομής, π.χ. στην αρχή της καλλιεργητικής περιόδου).
- Τα δίκτυα δίκαιου εμπορίου (Fair Trade) και τα συνεταιριστικά παντοπωλεία.
- Τα εγχειρήματα ιδιοκαλλιέργειας (Ανθοπούλου κ.ά., 2015), όπως οι συλλογικότητες και οι δομές (π.χ. δημοτικοί λαχανόκηποι) που δραστηριοποιούνται στην αστική και περιαστική καλλιέργεια με μη εμπορικό σκοπό.
Κατά το πρώτο ενιάμηνο του 2018 πραγματοποιήθηκε έρευνα στα ΕΑΤΔ της Ενότητας Μητροπολιτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, μέσω 43 ημιδομημένων συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων. Σκοπός ήταν να εξεταστεί η συμβολή τους σε έναν βιώσιμο μετασχηματισμό του αγροδιατροφικού συστήματος. Η έρευνα συμπεριέλαβε 13 ΕΑΤΔ, εστιαζόμενη αποκλειστικά σε «από τα κάτω» εγχειρήματα, σε συλλογικότητες, δηλαδή, που έχουν δημιουργηθεί με πρωτοβουλία των πολιτών. Στα εξεταζόμενα εγχειρήματα, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων εντοπίζεται στον Δήμο Θεσσαλονίκης, όπως φαίνεται στον Χάρτη 1, συγκαταλέγονταν πέντε συνεταιριστικά παντοπωλεία, ένα παντοπωλείο που λειτουργούσε εντός ενός κοινωνικού χώρου, τρεις συνεταιρισμοί που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταποίησης τροφίμων ή/και της εστίασης, μια αγορά χωρίς μεσάζοντες, μια κουζίνα αλληλεγγύης, ένα εγχείρημα περιαστικής καλλιέργειας και ένα εγχείρημα διατήρησης και διάδοσης παραδοσιακών σπόρων (Πίνακας 1).
Στη Θεσσαλονίκη, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα ΕΑΤΔ αναδύθηκαν και εξαπλώθηκαν εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Τα εγχειρήματα που γνώρισαν μεγαλύτερη εξάπλωση στη Θεσσαλονίκη είναι τα συνεταιριστικά παντοπωλεία και οι αγορές χωρίς μεσάζοντες, οι οποίες ήταν δέκα το 2013 (Rakopoulos, 2017), ωστόσο ελάχιστες συνεχίζουν να λειτουργούν σήμερα.
Βάσει των αποτελεσμάτων της έρευνας, τα ΕΑΤΔ που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης συμβάλλουν στη βιώσιμη διαχείριση των προαναφερόμενων προκλήσεων ως εξής:
- Προωθούν την αποκέντρωση της εξουσίας στην παραγωγή, διακινώντας ή χρησιμοποιώντας ως πρώτες ύλες κυρίως προϊόντα μικρών παραγωγών, επιχειρήσεων και συνεταιρισμών, τα οποία αποκτούν συνήθως χωρίς την παρεμβολή μεσαζόντων. Τα προϊόντα αυτά είναι δύσκολο να διατεθούν σε δίκαια για τις/τους παραγωγούς τιμή στην αγορά, εξαιτίας της μεγάλης ισχύος των μεσαζόντων στην Ελλάδα, που έχει ως αποτέλεσμα να καρπώνονται αυτοί σημαντικό τμήμα της τελικής αξίας των προϊόντων (Backes κ.ά., 2018). Σε συνδυασμό με την ανυπαρξία της «πολιτικής ραφιού4» και τη μικρή διακύμανση των τιμών των οπωρολαχανικών στα ΕΑΤΔ σε σχέση με τη λαχαναγορά, στην οποία πωλούν συχνά οι παραγωγοί τα προϊόντα τους, οι πρακτικές αυτές συμβάλλουν στην εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς και σταθερού εισοδήματος για τις/τους μικρές/ούς παραγωγούς, προκειμένου να συνεχίσουν ή και να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους. Παράλληλα, όντας τα ίδια μικρά καταστήματα ή δίκτυα, συμβάλλουν στην αποκέντρωση της εξουσίας στη λιανική αγορά τροφίμων.Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η συνεργασία με τα ΕΑΤΔ μπορεί να έχει και αρνητική επίπτωση στο εισόδημα των παραγωγών, εξαιτίας του αυξημένου κόστους διανομής των προϊόντων τους σε αυτά. Τα ΕΑΤΔ είναι συνήθως μικρού μεγέθους (άρα απορροφούν μικρό κομμάτι της παραγωγής), διεσπαρμένα στην περιοχή, και δεν έχουν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό τη συνεργασία τους στη μεταφορά προϊόντων. Επομένως, για παράδειγμα, αντί μία/ένας μικρή/ός, τοπική/ός παραγωγός να διαθέσει απευθείας όλα τα προϊόντα της/του στη λαχαναγορά, θα πρέπει να διαθέσει μέρος τους σε διαφορετικά σημεία μέσα στην πόλη, αναλαμβάνοντας το κόστος διάθεσης, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει π.χ. τη μεταφορά, ή/και το κόστος επικοινωνίας με διαφορετικούς φορείς για την οργάνωση των αποστολών στα διάφορα σημεία, ή/και γραφειοκρατικά κόστη.
- Είτε δραστηριοποιούνται στην παραγωγή/μεταποίηση είτε στη διανομή, τα εγχειρήματα αυτά προωθούν σε μεγάλο βαθμό τις οικολογικές παραγωγικές μεθόδους, όπως η βιολογική παραγωγή ή η φυσική καλλιέργεια5. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των οικολογικά παραγόμενων προϊόντων που διακινείται στα συνεταιριστικά παντοπωλεία και την αγορά χωρίς μεσάζοντες της Θεσσαλονίκης κυμαίνεται μεταξύ 20% και 100% του συνόλου των προϊόντων τους, βάσει των εκτιμήσεων όσων συμμετείχαν στις συνεντεύξεις. Οι οικολογικές μέθοδοι παραγωγής συνεπάγονται περιορισμό της χρήσης αγροχημικών, χαμηλότερη κατανάλωση νερού και ενέργειας, μικρότερες εκπομπές αέριων ρύπων, διατήρηση της ποιότητας του εδάφους και της βιοποικιλότητας, και εν γένει οδηγούν σε περιορισμό της συμβολής της αγροτικής παραγωγής στην κλιματική αλλαγή (Borsellino κ.ά., 2020). Επομένως, η προώθηση και υποστήριξη των οικολογικά παραγόμενων αγροδιατροφικών προϊόντων μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και κατ’ επέκταση στο μετριασμό των επιπτώσεών τους στην αγροτική παραγωγή. Αλλά και άμεσα, η οικολογική παραγωγή, επειδή βασίζεται σε χαμηλές εισροές (π.χ. μικρότερη κατανάλωση νερού) και μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα του εδάφους, δύναται να αποτελέσει διέξοδο σε περιοχές που πλήττονται ήδη έντονα από την κλιματική αλλαγή, όπως η Μεσόγειος.
- Επιπλέον, τα ΕΑΤΔ διακινούν και χρησιμοποιούν κυρίως προϊόντα που παράγονται τοπικά, περιορίζοντας τα «τροφοχιλιόμετρα»6 και τη συνδεόμενη με αυτά περιβαλλοντική επιβάρυνση. Για παράδειγμα, σε έρευνα που έγινε στον κοινωνικό καταναλωτικό συνεταιρισμό Βίος Coop, διαπιστώθηκε ότι το 66,7% των συνεργαζόμενων παραγωγών δραστηριοποιείται εντός της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας (Αντωνίου κ.ά., 2016). Ωστόσο, το κατά πόσο εν τέλει τα ΕΑΤΔ συμβάλλουν στη μείωση των ρύπων που προκύπτουν από τη μεταφορά των τροφίμων αποτελεί ζήτημα που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση: διάφορες αναποτελεσματικότητες που εμφανίζονται στο τμήμα των logistics, όπως η διακίνηση μικρών (και όχι πλήρων) φορτίων σε διάφορα σημεία της πόλης, ή η μετακίνηση των καταναλωτών/τριών σε μακρινά σημεία λιανικής πώλησης για την προμήθεια της τροφής τους, περιορίζουν τα περιβαλλοντικά οφέλη από τη μείωση των τροφοχιλιομέτρων (Borsellino κ.ά., 2020).
- Προωθούν την επισιτιστική ασφάλεια. Καταρχήν, τα εγχειρήματα λιανικής πώλησης διευκολύνουν την πρόσβαση σε ποιοτική και παράλληλα οικονομικά προσιτή τροφή, καθώς διενεργούν συχνά ελέγχους ποιότητας και παράλληλα επιδιώκουν να διατηρούν όσο το δυνατόν τις τιμές των προϊόντων χαμηλά, παρακάμπτοντας τις/τους μεσάζοντες. Αποτελεί βέβαια ένα ερώτημα στη σχετική βιβλιογραφία, κατά πόσον επιτυγχάνουν αυτό τον σκοπό ή καταλήγουν να απευθύνονται σε συγκεκριμένο προφίλ καταναλωτών/τριών, , καθώςέχει ασκηθεί στα ΕΑΤΔ η κριτική ότι συχνά απευθύνονται σε άτομα της μεσαίας και ανώτερης εισοδηματικής τάξης. Ωστόσο η έρευνα που έγινε σε 101 καταναλωτές/τριες του Βίος Coop ανέδειξε ότι το 2018 το 32,65% από αυτές/αυτούς είχε ετήσιο οικογενειακό εισόδημα έως 10.000 ευρώ, ενώ μόλις το 6,12% ανέφερε οικογενειακό εισόδημα μεγαλύτερο των 30.000 (βλ. Γράφημα 1). Επιπλέον, μέσα από δράσεις όπως π.χ. τα «Καλάθια Αλληλεγγύης»7, τα ΕΑΤΔ διευκολύνουν την πρόσβαση των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων σε τροφή.
Ακόμη περισσότερο, τα εγχειρήματα ιδιοκαλλιέργειας, όπως αυτά της ΠΕΡ.ΚΑ. και του Πελίτι, παρέχουν τη δυνατότητα σε άτομα που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες να αποκτήσουν άμεση πρόσβαση στην τροφή μέσω της ιδιοκαλλιέργειας, δίνοντάς τους δωρεάν παραδοσιακούς σπόρους και πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και τις μεθόδους οικολογικής καλλιέργειας.
Όπως προαναφέρθηκε, για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού θα πρέπει να αυξηθεί η αγροτική παραγωγή. Ωστόσο, ο βαθμός που αυτό είναι αναγκαίο σχετίζεται άμεσα με τα διατροφικά πρότυπα που κυριαρχούν, αλλά και με τη σπατάλη τροφίμων. Τα σύγχρονα διατροφικά πρότυπα περιλαμβάνουν την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων κρέατος, ψαριών, θαλασσινών, επεξεργασμένων και μη εποχικών ή/και εξωτικών προϊόντων, για την παραγωγή και τη διάθεση των οποίων απαιτείται μεγάλη κατανάλωση φυσικών πόρων (Amate & De Molina, 2013). Τα ΕΑΤΔ, προωθούν διατροφικά πρότυπα που βασίζονται στη μεγαλύτερη κατανάλωση οικολογικά παραγόμενων, μη επεξεργασμένων, εποχικών και τοπικών προϊόντων (σε ορισμένες περιπτώσεις και σε μια περισσότερο χορτοφαγική διατροφή) και συμβάλλουν σε έναν μετασχηματισμό των διατροφικών προτύπων που μπορεί να περιορίσει την ανάγκη αύξησης της αγροτικής παραγωγής.
«Εγώ ποτέ δεν κοιτούσα τίποτα. Συνήθως σε τραβάει η συσκευασία του προϊόντος. Τον καιρό τώρα που είμαι στον Βίος Coop θα προτιμήσω να πάρω κάποια προϊόντα που είναι βιολογικά, που έχουν μικρό οικολογικό αποτύπωμα…» (Συνέντευξη με εργαζόμενο στον Βίος Coop)
- Αναπτύσσουν πρακτικές που συμβάλλουν στη μείωση της σπατάλης τροφίμων, όπως η διάθεση προϊόντων που οδεύουν σύντομα στη λήξη τους ή έχουν λήξει πρόσφατα αλλά είναι κατάλληλα για κατανάλωση, σε χαμηλή τιμή ή δωρεάν. Τα προϊόντα αυτά διατίθενται συνήθως εντός του κοινωνικού δικτύου του εγχειρήματος (π.χ. σε μέλη και καταναλωτές/τριες) ή ευρύτερα στην τοπική κοινωνία (π.χ. βγάζοντάς τα σε συγκεκριμένο χώρο έξω από το κατάστημα).
«Ψωμί δύο ημερών δεν θα το αγοράσει ο κόσμος, γιατί θεωρείται μπαγιάτικο. Το βάζουμε σε μια σακούλα δίπλα από τον κάδο και το παίρνει κάποιος. Εγώ στις μεγάλες αλυσίδες [σούπερ μάρκετ] που δούλευα μας ανάγκαζαν να ρίχνουμε χλωρίνη μέσα, για να μην τα παίρνει ο κόσμος. Άνοιγαν τα σκουπίδια για να δουν τι πετάξαμε». (Συνέντευξη με εργαζόμενο στον Βίος Coop)
Άλλη αντίστοιχη πρακτική είναι η κομποστοποίηση, συνήθως σε εγχειρήματα μεταποίησης της τροφής, ενώ στην περίπτωση της κουζίνας αλληλεγγύης τροφικά απόβλητα, όπως τρόφιμα που περισσεύουν σε τοπικές επιχειρήσεις και δεν μπορούν να πωληθούν την επόμενη μέρα, αξιοποιούνται για την παρασκευή έτοιμων γευμάτων που διατίθενται σε άστεγες/ους και μετανάστες/τριες.
Επιπλέον, τα ΕΑΤΔ της Θεσσαλονίκης αναπτύσσουν πρακτικές περιορισμού των απορριμμάτων που συνδέονται με τη συσκευασία τροφίμων: Επαναχρησιμοποιούν τις συσκευασίες των παραγωγών, ενημερώνουν το κοινό να αποφεύγει τη μεταφορά των προϊόντων με πλαστικές σακούλες (το υιοθέτησαν πριν ακόμη από την επιβολή του σχετικού περιβαλλοντικού τέλους), προτρέπουν τους παραγωγούς να περιορίσουν κατά το δυνατόν τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία των προϊόντων ή να χρησιμοποιούν ανακυκλώσιμα/επαναχρησιμοποιούμενα υλικά, διαθέτουν χύμα προϊόντα στις περιπτώσεις που αυτό είναι εφικτό.
Συμπεράσματα
Από την εξέταση των ΕΑΤΔ που δραστηριοποιούνται στην Ενότητα Μητροπολιτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι η λειτουργία τους αναδεικνύει πρακτικές οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν σε έναν βιώσιμο μετασχηματισμό του αγροδιατροφικού συστήματος, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες αγροδιατροφικές προκλήσεις. Ενθαρρύνουν τον περιορισμό της σπατάλης τροφίμων, ενισχύουν τάσεις, όπως η αλλαγή των διατροφικών προτύπων με αύξηση της κατανάλωσης οικολογικά παραγόμενων, μη επεξεργασμένων, εποχικών, τοπικών και χορτοφαγικών προϊόντων, και υποστηρίζουν πολιτικές κατευθύνσεις, όπως η ενίσχυση των μικρών παραγωγών με έμφαση σε όσες/όσους εφαρμόζουν οικολογικές μεθόδους παραγωγής,
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή τα ΕΑΤΔ της Θεσσαλονίκης φαίνεται να συγκροτούν μια εξειδικευμένη αγορά που απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό. Μάλιστα, η τάση αύξησης του διατροφικού κόστους και στροφής των καταναλωτών/τριών σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ενδέχεται να επιδεινώσει την παραπάνω συνθήκη. Για να διευρύνουν τα ΕΑΤΔ την επιρροή τους και να εξαπλωθούν τόσο τα ίδια όσο και οι πρακτικές και κατευθύνσεις που υποδεικνύουν, κρίνεται σημαντικό να δικτυωθούν μεταξύ τους και να συμπράξουν με διαφορετικούς δρώντες στο αγροδιατροφικό σύστημα. Μεταξύ αυτών η τοπική αυτοδιοίκηση και εγχειρήματα της κοινωνίας των πολιτών (πχ. σύλλογοι, ιδρύματα, ΜΚΟ) που δραστηριοποιούνται σε σχέση με το αγροδιατροφικό ζήτημα. Η μεταξύ τους δικτύωση μπορεί να επιφέρει σημαντικές μειώσεις σε κόστη, όπως για παράδειγμα αυτά που συνδέονται με τη μεταφορά των προϊόντων, αλλά και να λειτουργήσει προωθητικά για την εξοικείωση του τοπικού πληθυσμού με τα ΕΑΤΔ, τη στόχευσή τους, τον τρόπο λειτουργίας τους και τα οφέλη τους ως προς τη βιώσιμη, τοπική ανάπτυξη. Παράλληλα, η σύμπραξη με διαφορετικούς δρώντες έχει διαπιστωθεί ότι είναι αναγκαία για να διαδοθούν στο κοινωνικό σύνολο καινοτόμες διαδικασίες (Amanatidou κ.ά., 2021), ενώ υπάρχουν ήδη θεσμικά εργαλεία, όπως τα συμβούλια διατροφικής πολιτικής, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Υποσημειώσεις
1Βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Food_Policy_Council
2Βλ. https://www.milanurbanfoodpolicypact.org/
4Ο όρος «πολιτική ραφιού» αφορά την πρακτική βάσει της οποίας οι παραγωγοί/προμηθευτές πρέπει συχνά να πληρώσουν για να κατοχυρώσουν το ράφι στο οποίο θα τοποθετούνται τα προϊόντα τους στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Η χρέωση είναι ανάλογη της προβολής των προϊόντων σε συγκεκριμένες, «καλύτερες» θέσεις στο κατάστημα. Οι χρεώσεις αυτές, οι οποίες εμφανίστηκαν από τη δεκαετία του ’80, αποτελούν σημαντικό τμήμα των εξόδων διάθεσης ενός προϊόντος (Bloom κ.ά., 2000) και αυξάνουν το χάσμα μεταξύ μεγάλων και μικρών παραγωγών, καθώς οι δεύτεροι δύσκολα μπορούν να εξυπηρετήσουν το συγκεκριμένο κόστος.
5Η φυσική καλλιέργεια είναι μια οικολογική μέθοδος καλλιέργειας που στηρίζεται στην αποφυγή χρήσης εισροών που έχουν κατασκευαστεί από τον άνθρωπο στην παραγωγική διαδικασία (π.χ. λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα).
6Ο όρος «τροφοχιλιόμετρα» αναφέρεται στον αριθμό των χιλιομέτρων που πρέπει να διανύσει ένα προϊόν για να μεταφερθεί από τον γεωργό/παραγωγό σε διάφορα στάδια της παραγωγής, ωσότου φτάσει στο σημείο λιανικής πώλησης, και εντέλει στο πιάτο του/της καταναλωτή/λώτριας.
7Στα «καλάθια αλληλεγγύης» οι καταναλωτές/τριες μπορούν να συνεισφέρουν με προϊόντα αγορασμένα από το κατάστημα, τα οποία στη συνέχεια συγκεντρώνονται και δίνονται συνήθως σε δομές στήριξης ευάλωτων και ευπαθών ομάδων ή σε πληγέντες από φυσικές καταστροφές. Αντίστοιχη πρακτική υπάρχει σε ορισμένα ΕΑΤΔ, όπου τα τρόφιμα που περισσεύουν κατά την παραγωγή ή την ημέρα της πώλησης, είτε βρίσκονται κοντά στη λήξη, διανέμονται απευθείας σε άτομα της περιοχής που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες.