Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στους αστικούς χώρους πρασίνου στη Θεσσαλονίκη1, και τους εξετάζει από τη σκοπιά της πολεοδομίας και της αστικής γεωγραφίας. Ο όρος «χώροι πρασίνου» χρησιμοποιείται πολύ συχνά στη δημόσια σφαίρα, αναφέρεται όμως σε διαφορετικό εύρος τόπων στην πόλη και την ύπαιθρο, ανάλογα με το επιστημονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο υιοθετείται. Παράλληλα, σε κάποιες περιπτώσεις, ο όρος «ελεύθεροι χώροι» χρησιμοποιείται αντί των χώρων πρασίνου, για να αναφερθούμε σε μία ευρύτερη γκάμα χώρων στις πόλεις.
Σε γενικές γραμμές, οι αστικοί χώροι πρασίνου περιλαμβάνουν όχι μόνο αμιγώς «πράσινους» ή «φυσικούς» σχηματισμούς, όπως είναι τα πάρκα, οι κήποι, τα άλση ή οι νησίδες πρασίνου, αλλά και άλλα ήδη κοινόχρηστων και μη χώρων, όπως είναι οι πλατείες, οι παιδικές χαρές ή οι πεζόδρομοι, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα στρατόπεδα, οι φυσικοί υδάτινοι χώροι, αλλά και οι ιδιωτικοί χώροι των ακαλύπτων των οικοδομικών τετραγώνων (Katsavounidou, 2021; Μπελαβίλας & Βαταβάλη, 2009). Ο υπολογισμός του πιο γνωστού δείκτη μέτρησης για το αστικό πράσινο, τετραγωνικά πρασίνου/κάτοικο, που παρουσιάζεται παρακάτω και για την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, συχνά περιλαμβάνει κάποιες από τις παραπάνω κατηγορίες, αλλά όχι απαραίτητα όλες (εκτός και αν γίνεται από τον ίδιο φορέα ή στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας). Παράλληλα, τμήμα της βιβλιογραφίας αναδεικνύει τη σημασία ύπαρξης όχι μόνο επαρκούς ποσότητας, αλλά και ποιότητας και γεωγραφικής κατανομής δημόσιων χώρων πρασίνου στις πόλεις, συζητώντας θέματα ισότητας και δίκαιης αστικής ανάπτυξης (Kabisch κ.ά., 2016; Nesbitt κ.ά., 2018).
Η σημασία των χώρων πρασίνου για τις πόλεις και την ποιότητα ζωής των κατοίκων τους είναι αδιαμφισβήτητη και έχει τεκμηριωθεί από πληθώρα ερευνών (Sadler κ.ά., 2010). Συνοπτικά, τα οφέλη τους (ή οι «λειτουργίες» τους όπως αναφέρονται στη βιβλιογραφία για την αστική ανθεκτικότητα) μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά, χωρίς φυσικά αυτός ο διαχωρισμός να είναι πάντα απόλυτος (Πίνακας 1). Παρόλα αυτά, η δημιουργία ή η ανάπλαση χώρων πρασίνου μπορεί να επιφέρει και αρνητικές επιπτώσεις στις περιοχές στις οποίες λαμβάνει χώρα και οι οποίες σχετίζονται με την αύξηση των αξιών γης, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει στον εκτοπισμό κατοίκων χαμηλών εισοδημάτων και σε φαινόμενα πράσινου εξευγενισμού2 (Anguelovski κ.ά., 2022).
Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στους δημόσιους χώρους πρασίνου στο Δήμο Θεσσαλονίκης (Χάρτης 1) και βασίζεται σε δεδομένα που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής (Karagianni, 2019; 2022; 2023). Η επόμενη ενότητα παρουσιάζει τα βασικά δεδομένα για την ποσότητα και τη γεωγραφική κατανομή των χώρων πρασίνου εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος. Στη συνέχεια, η ενότητα που ακολουθεί επικεντρώνεται στο Δήμο Θεσσαλονίκης εξετάζοντας την κατανομή και την ποσότητα των χώρων πρασίνου εντός του. Το άρθρο κλείνει με μία αναφορά στη σημασία εξορθολογισμού και συνολικού (ανά)σχεδιασμού των χώρων πρασίνου στην πόλη με στόχο την ολοκλήρωση του δικτύου πρασίνου, την ενίσχυση της αστικής ανθεκτικότητας και την εξασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης σε επαρκείς και ποιοτικούς ελεύθερους χώρους και χώρους πρασίνου για όλους τους κατοίκους.
Οι χώροι πρασίνου στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη μητροπολιτική περιοχή της χώρας, και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ του 2021 το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης (ΠΣΘ) έχει πληθυσμό 802.392 κατοίκους. Ειδικά ο Δήμος Θεσσαλονίκης παρουσιάζει συνολικά μία μικρή μείωση του πληθυσμού του, αλλά και μία χαμηλή τάση αύξησης του πληθυσμού στην 4η και 5η δημοτική κοινότητα (βλ. Πίνακα 3).
Εάν ληφθεί υπόψη η συνολική διαθεσιμότητα πρασίνου στην πόλη, και όχι μόνο το σχεδιασμένο και χαρακτηρισμένο πράσινο, τότε, όπως προκύπτει και από τα δεδομένα του Urban Atlas που παρουσιάζονται στους Χάρτες 1 & 2, σε γενικές γραμμές, η Θεσσαλονίκη κινείται στα ίδια περίπου ποσοστά πρασίνου με τις υπόλοιπες πόλεις της νότιας Ευρώπης (π.χ. Βαρκελώνη, EEA, 2017). Έτσι, με βάση δεδομένα του 2006, η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται να διαθέτει 10-20 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο (Χάρτης 2). Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Urban Atlas τους αστικούς χώρους πρασίνου (βλ. και εδώ: CLMS, 2006), υπαίθριους χώρους αθλητισμού και αναψυχής, δασικές εκτάσεις, και υδάτινες επιφάνειες, ενώ δεν λαμβάνει υπόψη ιδιωτικούς κήπους και προκήπια, νεκροταφεία, και κενά οικόπεδα με φυσική βλάστηση ή μικρές γεωργικές εκτάσεις εντός του αστικού ιστού. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, οι αστικοί χώροι πρασίνου του ΠΣΘ καλύπτουν έκταση 569.700 Ha (5.697 τ. χλμ.), ενώ το περιαστικό πράσινο (Δάσος Σέιχ-Σου, Κοιλάδα Γαλλικού ποταμού) 153.400 Ha (1.534 τ.χλμ.) (Papageorgiou & Gemenetzi, 2015; Πετρίδου, 2007).
Σύμφωνα με τη μελέτη του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου για το Παραλιακό Μέτωπο (ΠΚΜ & ΔΙΚΤΥΟ Α.Ε. Τεχνικών Μελετών, 2021), οι χώροι πρασίνου αποτελούν μόνο το 4% της έκτασης της Θεσσαλονίκης, που αντιστοιχεί σε 2,7 τ.μ. ανά κάτοικο. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως αυτό το ποσοστό έχει μείνει σταθερό για περισσότερα από 35 χρόνια (από τη δεκαετία του 1980 που έγιναν οι πρώτες σχετικές μελέτες). Τα δεδομένα για το ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο όπως παρουσιάζονται στον Πίνακα 2 και τον Χάρτη 3 αναδεικνύουν και την άνιση πρόσβαση σε χώρους πρασίνου που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της πόλης ανά δημοτική ενότητα. Ενδεικτικά, μικρότερα ποσοστά παρουσιάζονται κυρίως σε περιοχές του Δυτικού ΠΣΘ (Ελευθέριο-Κορδελιό, Νεάπολη, Συκιές, Άγιος Παύλος, Ευκαρπία) και του κεντρικού Δήμου Θεσσαλονίκης, ενώ μεγαλύτερα ποσοστά εμφανίζονται σε περιοχές όλου του ΠΣΘ – για παράδειγμα στη Σταυρούπολη και τη Μενεμένη στο Δυτικό ΠΣΘ, και στο Πανόραμα και την Πυλαία στο Ανατολικό ΠΣΘ. Συγκεκριμένα, τα χαμηλότερα ποσοστά που αφορούν κάτω από 3 τ.μ./κάτοικο, παρουσιάζονται στο Δήμο Θεσσαλονίκης, το Κορδελιό, τη Νεάπολη, τις Συκιές και τον Άγιο Παύλο. Τα μεγαλύτερα ποσοστά, άνω των 12 τ.μ./κάτοικο, εντοπίζονται, για διαφορετικούς λόγους ανά περίπτωση, στη Μενεμένη, τα Πεύκα, τη Σταυρούπολη, και το Πανόραμα.
Τα αίτια αυτής της άνισης κατανομής του πρασίνου στο ΠΣΘ είναι περίπλοκα και σχετίζονται άμεσα με την -σε πολλές περιπτώσεις- επέκταση της πόλης χωρίς σχέδιο, αλλά και τις ιστορικές, πολιτιστικές και κοινωνικό-οικονομικές ιδιαιτερότητες του τοπικού πλαισίου. Από την άλλη, οι προσπάθειες αύξησης της διαθεσιμότητας πρασίνου στην πόλη δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να αλλάξουν την εικόνα που αυτή παρουσιάζει όσον αφορά την ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και του πρασίνου. Η μελέτη του ΤΕΕ-ΤΚΜ για το πράσινο του 2005-6 (Πετρίδου, 2007) αποδίδει, μεταξύ άλλων, την αδυναμία αύξησης των χώρων πρασίνου στη Θεσσαλονίκη στην μη ολοκληρωμένη εφαρμογή των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, την απουσία εξέλιξης στην παραχώρηση των πρώην στρατοπέδων στους δήμους για τη μετατροπή τους σε μητροπολιτικά πάρκα (εξαίρεση αποτελούν οι πρόσφατες εξελίξεις για τα πρώην στρατόπεδα Παύλου Μελά3 στον ομώνυμο δήμο, και Κόδρα στο Δήμο Καλαμαριάς – αρ. 125, ν. 4514/2018), και τη μη προστασία των ρεμάτων. Παράλληλα, όπως υποστηρίζει η Γιαννακού (2008) και επιβεβαιώνει η μελέτη της ΟΧΕ-ΒΑΑ του 2017 της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, στην απουσία προόδου για την αύξηση του πρασίνου στο ΠΣΘ συνέβαλε σημαντικά και η προσπάθεια αποφυγής συγκρούσεων με ιδιώτες ιδιοκτήτες γης στο παρελθόν, εκ μέρους πολλών δημοτικών διοικήσεων.
Οι χώροι πρασίνου στο Δήμο Θεσσαλονίκης
Η άνιση κατανομή των χώρων πρασίνου που παρατηρείται σε επίπεδο ΠΣΘ, διαφαίνεται και εντός των ορίων του Δήμου Θεσσαλονίκης (Πίνακας 3). Εδώ, το μεγαλύτερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο και ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός χώρων πρασίνου παρουσιάζονται στην κεντρική δημοτική κοινότητα (1η), στην οποία και εφαρμόστηκε σχεδόν εξολοκλήρου το πολεοδομικό σχέδιο του Εμπράρ μετά την πυρκαγιά του 1917. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης οι μεγαλύτεροι και σημαντικότεροι χώροι πρασίνου εντοπίζονται, σύμφωνα και με το σχέδιο, σε εγγύτητα με αξιόλογα μνημεία αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως είναι ο Λευκός Πύργος, οι βυζαντινές εκκλησίες και η Πλατεία Αριστοτέλους, ενώ σημαντική έκταση καταλαμβάνει και το πάρκο της ΧΑΝΘ. Πιο πρόσφατα, από την περίοδο της κρίσης και μετά (Athanassiou κ.ά., 2015), μία σειρά από αναπλάσεις και πεζοδρομήσεις βελτίωσαν λίγο την εικόνα όσον αφορά το πράσινο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, συνεχίζοντας παράλληλα την τάση για χωροθέτηση των παρεμβάσεων σε εγγύτητα είτε με μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, είτε με το παραλιακό μέτωπο (Karagianni, 2019). Παρόμοιο ποσοστό με το κέντρο της πόλης, αν και με τη διπλάσια οικιστική πυκνότητα, παρουσιάζει και η Άνω Πόλη (3η Δημοτική Κοινότητα). Εδώ ο αριθμός των χώρων πρασίνου είναι ο μισός από αυτόν του κέντρου, με τους σημαντικότερους από αυτούς σε έκταση να είναι το γραμμικό πάρκο κατά μήκους των Βυζαντινών Τειχών, οι Κήποι του Πασά και το πάρκο γύρω από το Επταπύργιο.
Στο δυτικό κομμάτι του Δήμου Θεσσαλονίκης, οι περιοχές της Ξηροκρήνης, της Μοναστηρίου, της Δυτικής εισόδου και του λιμανιού παρουσιάζουν ένα μέτριο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο για τα δεδομένα του Δήμου Θεσσαλονίκης σύμφωνα με τα στοιχεία του ίδιου. Παρόλα αυτά, όπως φαίνεται και στο Χάρτη 4, η 2η Δημοτική Κοινότητα έχει μόνο ένα σχεδιασμένο πάρκο και δύο πλατείες, συνεπώς πιθανότατα για τον υπολογισμού του δείκτη ελήφθησαν υπόψη και οι μη θεσμοθετημένες εκτάσεις πρασίνου, όπως αυτή του Παλιού Σιδηροδρομικού Σταθμού.
Τέλος, στον ανατολικό Δήμο Θεσσαλονίκης, οι περιοχές της Τούμπας, της Τριανδρίας και της 5ης Δημοτικής Κοινότητας είναι αυτές που παρουσιάζουν και τα χαμηλότερα ποσοστά πρασίνου/κάτοικο, παρά τις υψηλές πυκνότητες κατοίκησης και δόμησης. Ειδικότερα η 5η δημοτική κοινότητα ωφελείται στο μεγαλύτερο μέρος της από την εγγύτητα των πάρκων της Νέας Παραλίας, η οποία εξισορροπεί λίγο τη σημαντική απουσία ελεύθερων χώρων σε αυτή, ιδιαίτερα στο κομμάτι που βρίσκεται πιο κοντά στο κέντρο της πόλης. Η εικόνα της άνισης προσβασιμότητας σε χώρους πρασίνου στο Δήμο Θεσσαλονίκης που περιεγράφηκε παραπάνω επιβεβαιώνεται και από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης. Από έρευνα του Λατινόπουλου (2022) σχετικά με την αξιολόγηση της προσβασιμότητας σε χώρους πρασίνου (με βάση την απόσταση) από τους κατοίκους προκύπτει πως οι κάτοικοι της 2ης και της 4ης Δημοτικής ενότητας παρουσιάζουν τα χαμηλότερα επίπεδα ευχαρίστησης. Σε γενικές γραμμές μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως στο Δήμο Θεσσαλονίκης παρουσιάζεται μία σημαντική έλλειψη σε χώρους πρασίνου, ιδιαίτερα στην κλίμακα της γειτονιάς και στις περιοχές κατοικίας.
Συμπεράσματα
Το παρόν άρθρο παρουσίασε κριτικά την υφιστάμενη κατάσταση όσον αφορά τους χώρους πρασίνου στο ΠΣΘ και το Δήμο Θεσσαλονίκης, δίνοντας έμφαση όχι μόνο στην ποσότητά τους αλλά και στη γεωγραφική τους κατανομή. Όπως προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση, οι χώροι πρασίνου κατανέμονται άνισα εντός του ΠΣΘ και του Δήμου Θεσσαλονίκης. Όμως, η άνιση πρόσβαση των κατοίκων της πόλης σε χώρους πρασίνου εγείρει ζητήματα αστικής δικαιοσύνης και αναδεικνύει την ανάγκη αύξησης του πρασίνου στο επίπεδο της γειτονιάς και στις περιοχές εκτός του κέντρου, με σκοπό την ισότιμη κατανομή των οφελών του, με ταυτόχρονη μέριμνα για την αποφυγή φαινομένων πράσινου εξευγενισμού. Παράλληλα, κρίνεται αναγκαίος ένας συνολικός μητροπολιτικός σχεδιασμός που θα ενίσχυε και ολοκλήρωνε ένα εκτεταμένο δίκτυο πρασίνου, και ο οποίος σήμερα απουσιάζει, παρά τα σημαντικά περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά οφέλη που αυτό θα μπορούσε να επιφέρει για την πόλη, βελτιώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων και ενισχύοντας την αστική ανθεκτικότητα.
Ευχαριστίες
Το λήμμα βασίζεται στην έρευνα που πραγματοποίησα στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής (Karagianni, 2019) στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με επιβλέπουσα καθηγήτρια την Εύη Αθανασίου (ΑΠΘ) και μέλη της Τριμελούς Επιτροπής τον Σταύρο Σταυριδη (ΕΜΠ) και την Χάρις Χριστοδούλου (ΑΠΘ). Η διδακτορική διατριβή συγχρηματοδοτήθηκε από το ΙΚΥ μέσω της Πράξης «Πρόγραμμα χορήγησης υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές δεύτερου κύκλου σπουδών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» του ΕΣΠΑ 2014-2020 με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου. Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Κώστα Χελιώτη για την επεξεργασία των χαρτογραφικών δεδομένων και την εκδοτική ομάδα του Άτλαντα Θεσσαλονίκης για την υποστήριξη.
1 Για μία ανάλυση του περιαστικού πρασίνου στη Θεσσαλονίκη βλ. Pozoukidou, 2020.
2 Ως πράσινος/οικολογικός/περιβαλλοντικός εξευγενισμός αναφέρεται η διαδικασία με την οποία οι διαδικασίες που συνδέονται με «πράσινες» παρεμβάσεις στις πόλεις οδηγούν στην αύξηση της «ελκυστικότητας» και των αξιών γης μίας περιοχής και τον επακόλουθο εκτοπισμό των κατοίκων χαμηλών εισοδημάτων από αυτές.
3 Βλ. https://diavgeia.gov.gr/doc/Ψ1ΙΑΟΡΛΦ-ΧΕΞ?inline=true
4 Τα δεδομένα που παρουσιάζονται είναι του 2018. Σήμερα, η πλατφόρμα greentree του Δήμου Θεσσαλονίκης δεν περιλαμβάνει δεδομένα για τον αριθμό και την έκταση των πάρκων και επικεντρώνεται μόνο στα δέντρα τα οποία καταγράφει και αξιολογεί όσον αφορά την κατάστασή τους, τα δασοκομικά τους χαρακτηριστικά και την περιβαλλοντική και οικονομική τους αξία. Βλ. και https://thessaloniki.greentree.gr/statist