Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η πόλη της Θεσσαλονίκης υποδέχεται δυναμικά τις φεμινιστικές ιδέες. Το κείμενο αυτό επιχειρεί, μέσω της παρουσίασης και του σχολιασμού ενός διάσπαρτου, μέχρι σήμερα, πλούσιου υλικού (κείμενα, μπροσούρες, περιοδικά και φωτογραφίες) από τις πρώτες πορείες και εκδηλώσεις των γυναικείων οργανώσεων της περιόδου 1975-1990, να αφουγκραστεί ξανά την «αναταραχή» που δημιούργησαν οι νέες φεμινιστικές ιδέες, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, στη ζωή της πόλης.
Τα γυναικεία και φεμινιστικά κινήματα στη Μεταπολίτευση
Τα φεμινιστικά και γυναικεία κινήματα στην Ελλάδα είχαν ήδη έναν αιώνα παρουσίας και δράσης, όταν διακόπηκαν με τη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967. Αυτά τα κινήματα αναζωπυρώθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 και σύντομα εξελίχτηκαν σε ένα κίνημα πολύμορφο, δυναμικό και πλούσιο, χάρη στους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους της οργάνωσής του αλλά και στην πολλαπλότητα και το ευρύ φάσμα των αναλύσεων και των διεκδικήσεών του (Βαΐου & Ψαρρά, 2018). Το κίνημα αυτό έφερε στην επιφάνεια τον πολιτικό χαρακτήρα των έμφυλων ιεραρχήσεων όχι μόνο στη δημόσια σφαίρα αλλά και στον ιδιωτικό χώρο. Οι αναλύσεις του εισήγαγαν την έννοια της «πατριαρχίας» ως βασικό εργαλείο ανάγνωσης της ελληνικής κοινωνίας, αμφισβητώντας παράλληλα τη χρήση της «πάλης των τάξεων» και τις «σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας» ως ικανών εννοιολογικών εργαλείων να εξηγήσουν την καταπίεση των γυναικών. Έτσι, ορμώμενες από την πατριαρχία, οι αναλύσεις μετέφεραν τον χώρο των διεκδικήσεων στον χώρο του ιδιωτικού και της οικογένειας, ενώ εστιαζόμενες στη θέση των γυναικών έθεσαν σε αμφισβήτηση όλα τα πεδία της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Επιπλέον, οι διεκδικήσεις του ανανεώθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, επικεντρωνόμενες στο σώμα και τη σεξουαλικότητα.
Το κίνημα αυτό δεν περιορίστηκε πλέον σε διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις νομικού περιεχομένου, αλλά θέλησε να αλλάξει ολόκληρη την κοινωνία και τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης. Ένα ευρύ φάσμα γυναικών κατέβηκε στον δρόμο με μαζικές κινητοποιήσεις, καταρχήν για το Οικογενειακό Δίκαιο. Παράλληλα, άνοιξε σταδιακά η συζήτηση γύρω από τη σεξουαλικότητα και την αυτοδιάθεση του γυναικείου σώματος, θέματα που στη συνέχεια οδήγησαν σε πολλές κινητοποιήσεις γύρω από τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων και την αλλαγή του νόμου σχετικά με τη βία και τον βιασμό (Αβδελά κ.ά., 1986). Το σύνθημα «Το προσωπικό είναι πολιτικό» αποκρυστάλλωσε εύστοχα τη σημασία του κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα των έμφυλων σχέσεων, ενώ ταυτόχρονα διεύρυνε την ίδια την έννοια του πολιτικού. Ο στόχος δεν ήταν πλέον να βγουν απλά και μόνο οι γυναίκες από το σπίτι και να καταλάβουν τον δημόσιο χώρο, αλλά να καταστήσουν δημόσιο αυτό που θεωρούνταν ως τότε ζήτημα προσωπικών σχέσεων ή οικογενειακό. Αυτή ήταν και η τομή ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κύμα του φεμινισμού.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ένα πιο ριζοσπαστικό κίνημα άρχισε να σχηματοποιείται και να εξαπλώνεται κάτω από διάφορες μορφές οργάνωσης συλλογικοτήτων: επιτροπές γυναικών στα συνδικάτα, ομάδες γυναικών κάθε ηλικίας –αλλά κυρίως νέες–, με ποικίλα θεματικά αντικείμενα, αναπτύχθηκαν στην πόλη, στα πανεπιστήμια και στα λύκεια (Σαββίδου, 2024).
Στη Θεσσαλονίκη, όπως και στην Αθήνα αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις της ελληνικής επικράτειας (τα Γιάννενα, η Πάτρα, το Ηράκλειο Κρήτης), οι γυναίκες σχηματίζουν δραστήριες συλλογικότητες, είτε στις γυναικείες οργανώσεις της εποχής, την Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών (ΚΔΓ), την Ένωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ) και την Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ), που δημιουργούν παραρτήματα στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά την ίδρυσή τους, είτε στον αυτόνομο φεμινιστικό χώρο που συγκροτείται σταδιακά (Χάρτης 1, Εικόνα 1).
Στη Θεσσαλονίκη διοργανώθηκε η πρώτη διαδήλωση γυναικών μετά την πτώση της δικτατορίας, στις 8 Μαρτίου 1980, από την ΚΔΓ και τις αυτόνομες ομάδες του ΑΠΘ, μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις και συζητήσεις σχετικά με τη διατύπωση των συνθημάτων και τη συμμετοχή ή όχι ανδρών. Το κεντρικό σύνθημα αφορούσε την αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου. Πολλά πλακάτ δήλωναν: «Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, θέλω να είμαι ο εαυτός μου». Η πορεία, που συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό συμμετεχουσών, ξεκίνησε μπροστά από το παλιό κτίριο της Φιλοσοφικής, αλλά διαλύθηκε βίαια μπροστά στην Καμάρα, με επίθεση της αστυνομίας, που χτύπησε αλύπητα τις διαδηλώτριες (Χάρτης 2).
Οι κινητοποιήσεις διευρύνθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν τα επόμενα δύο χρόνια, με τη συμμετοχή όλων των τάσεων του κινήματος, αλλά όχι πάντα της ΟΓΕ. Ενδεικτικές είναι οι διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις που διοργανώθηκαν σε πολλές πόλεις της χώρας για τις 8 Μάρτη, το 1981 (Χάρτης 3). Αυτές οι εκδηλώσεις έμοιαζαν συχνά με γιορτές, στις οποίες οι γυναίκες καταλάμβαναν τον δημόσιο χώρο, ενημέρωναν, συζητούσαν με τον κόσμο και διασκέδαζαν.
Ήταν ένα κίνημα δημιουργικό και ευρηματικό στις δράσεις και τις πρωτοβουλίες του, που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα: αφίσες, διαδηλώσεις, δημόσιες συγκεντρώσεις, νυχτερινές πορείες, μπροσούρες, προκηρύξεις, εκθέσεις, προβολές ταινιών με ή χωρίς συζήτηση, φεστιβάλ κινηματογράφου, θεατρικές παραστάσεις, πάρτι και γιορτές, εκδρομές και κοινές διακοπές (Χάρτης 1, Εικόνα 2). Σημαντικές ήταν και οι εκδοτικές προσπάθειες (Κωτσόβελου & Ρεπούση, 1988; Βαγιωνάκη, 2006) (Εικόνες 3-6, 10-12, 15). Η δεκαετία του ’80 άνοιξε τον δρόμο σε νέα ερωτήματα και ανέπτυξε νέα εργαλεία ανάλυσης. Αυτές οι παρεμβάσεις ανέπτυξαν την ευαισθησία και όξυναν την επαγρύπνηση χιλιάδων γυναικών σε θέματα ισότητας και φύλου.
Η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών (ΚΔΓ)
Η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών (ΚΔΓ) ήταν η πρώτη μαζική οργάνωση που δημιουργήθηκε μετά τη δικτατορία, τον Νοέμβρη του 1974, με πρωτοβουλία πολιτικοποιημένων γυναικών της Αριστεράς (Παπαγαρουφάλη, 1995-96). Πολλά από τα ιδρυτικά μέλη προέρχονταν από προδικτατορικές γυναικείες οργανώσεις, όπως η Πανελλήνια Ένωση Γυναικών (ΠΕΓ). Στη δημιουργία της, οι γυναίκες που συσπειρώθηκαν στις γραμμές της εκπροσωπούσαν ένα ευρύ πολιτικό φάσμα (κομμουνιστική αριστερά, σοσιαλδημοκρατία, κέντρο και κεντροδεξιά). Στη συνέχεια όμως, το 1976, αποχώρησαν όσες ανήκαν στον χώρο του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ για να προσχωρήσουν στις γυναικείες οργανώσεις των κομμάτων τους. Από αυτές που συνέχισαν, μεγάλος αριθμός ήταν προσκείμενες στο ΚΚΕ εσωτερικού ή μέλη του. Πεπεισμένες για την αναγκαιότητα ενός κινήματος αυτόνομου, περιφρούρησαν την ανεξαρτησία της οργάνωσής τους από πολιτικά κόμματα. Η Κίνηση εξέδιδε το Δελτίο της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών από το 1976 ως το 1983 (συνολικά 22 τεύχη) (Κωτσόβελου & Ρεπούση, 1988). (Εικόνα 3)
Το παράρτημα της ΚΔΓ στη Θεσσαλονίκη ήταν το πρώτο που δημιουργήθηκε εκτός Αθηνών και εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά παραρτήματά της, με διακριτή φεμινιστική παρουσία στα δρώμενα της πόλης. Ένα ακόμη παράρτημα λειτούργησε για μια διετία στους Αμπελόκηπους. Επίσης λειτουργούσαν διάφορες ομάδες εργασίας και τμήμα φοιτητριών. Οργανώθηκαν πορείες και διαδηλώσεις, γιορτές, ομάδες αλληλοβοήθειας, προβολές ταινιών, συζητήσεις με μεγάλη απήχηση. Τα «γραφεία» της ΚΔΓ αποτελούσαν χώρο αναφοράς αρκετών συλλογικοτήτων. Εκεί στήθηκε Συμβουλευτικός Σταθμός (1979-1982) για τα σύγχρονα ιδιαίτερα προβλήματα που παρουσιάζονται στη ζωή των γυναικών, υποστηρίζοντας με εχεμύθεια και επιστημονική συμπαράσταση πολλές γυναίκες, ενώ οργανώνονταν τακτικές ανοιχτές συναντήσεις (οι «Συναντήσεις της Δευτέρας»). Παράλληλα, η ΚΔΓ συμμετείχε ενεργά σε όλες τις κινητοποιήσεις στον αγώνα για την αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου, τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων και την εξέλιξη του νομικού πλαισίου σχετικά με τη βία και τους βιασμούς. Διατήρησε σταθερή συνεργασία με τις υπόλοιπες ομάδες και οργανώσεις της πόλης, αλλά και άλλες σε όλη την Ελλάδα. Σημαντική στιγμή ήταν η διοργάνωση της πρώτης πορείας γυναικών στη Θεσσαλονίκη μετά τη μεταπολίτευση, το 1980 (βλ. αναλυτικά παραπάνω). Παρούσα στις προεκλογικές εκστρατείες, οργάνωσε συναντήσεις και εκδηλώσεις με γυναίκες υποψήφιες τόσο σε αυτοδιοικητικές όσο και σε πανελλαδικές εκλογές. Άσκησε κριτική στα κομματικά προγράμματα, με φυλλάδια που εξέδωσε, και διεκδίκησε τη θέση των γυναικών στην πολιτική. Ανοίχθηκε δυναμικά στον αυτόνομο φεμινισμό και σε συνεργασία μαζί του οργανώθηκαν οι κύριες φεμινιστικές δράσεις.
Η Ένωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ)
Η Ένωση Γυναικών Ελλάδας (ΕΓΕ), μέλος του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών, δημιουργήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1976 από μια μικρή ομάδα κεντροαριστερών γυναικών, με σοσιαλιστική τοποθέτηση και στενή σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Κεντρικό της σύνθημα ήταν: «Δεν υπάρχει κοινωνική απελευθέρωση χωρίς την απελευθέρωση των γυναικών, δεν υπάρχει απελευθέρωση των γυναικών χωρίς κοινωνική απελευθέρωση».
Βρίσκοντας υποστήριξη στις τοπικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ και αξιοποιώντας το ευνοϊκό προς το συγκεκριμένο κόμμα κλίμα, η ΕΓΕ χρησιμοποίησε την υλικοτεχνική και ανθρώπινη υποστήριξή του, παρά τις αντιρρήσεις και την αντίθεση μέρους των μελών του κόμματος –ανδρών κυρίως– να την υποστηρίξουν. Η ΕΓΕ κατάφερε έτσι να στήσει ένα δίκτυο ομάδων και παραρτημάτων σε πανελλαδικό επίπεδο. Πολύ σύντομα, εξελίχθηκε σε ιδιαίτερα μαζική οργάνωση, ιδίως στην περιφέρεια, στα χωριά, τις κοινότητες και τις μικρές πόλεις, εκεί όπου οι μικρές φεμινιστικές ομάδες δεν είχαν καμία πρόσβαση. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η ΕΓΕ μετρούσε 10.000 μέλη. Μεγάλος αριθμός παραρτημάτων της ΕΓΕ λειτουργούσε με βάση προσεγγίσεις του ριζοσπαστικού κινήματος ή πολύ κοντινές του. Κατά την ίδρυσή της, για τη δημιουργία του παραρτήματος στη Θεσσαλονίκη στηρίχθηκε σε προυπάρχουσα ομάδα φεμινιστριών και είχε ισχυρή παρουσία στην πόλη, στη Βόρεια Ελλάδα γενικά, και στον Νομό ειδικότερα, με παραρτήματα ή ομάδες σε πολλά χωριά. Εξέδιδε το διμηνιαίο περιοδικό Ανοιχτό Παράθυρο (1978-1988), που πρόβαλε τις διεκδικήσεις και τις κατακτήσεις του κινήματος: οικογενειακό, νομιμοποίηση εκτρώσεων, σύνταξη της αγρότισσας, κατάργηση των διακρίσεων, προστασία της μητρότητας, νόμος για τον βιασμό, ισότητα στην εργασία. (Εικόνα 4)
Η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ)
Η ιδρυτική συνέλευση της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας έγινε τον Ιούνιο του 1976, συγκεντρώνοντας 44 συλλόγους γυναικών από όλη την Ελλάδα, προσκείμενους στο ΚΚΕ ή ελεγχόμενους από αυτό. Η οργάνωση, μέλος της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών, εμφανιζόταν ως δικαιωματικά κληρονόμος των μεταπολεμικών κομμουνιστικών γυναικείων οργανώσεων, όπως η Πανελλήνια Ομοσπονδία Γυναικών (ΠΟΓ), η ΠΕΓ και η Πανελλήνια Δημοκρατική Ένωση Γυναικών (ΠΔΕΓ). Θεωρούσε τη δράση της φυσική συνέχεια των αγώνων των γυναικών στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο. Η ΟΓΕ είχε άμεσους δεσμούς με το ΚΚΕ και θεωρούσε «το γυναικείο ζήτημα» ως «ταξικό», σύμφωνα με τη θέση που είχε το κόμμα από το 1922. Σ’ αυτήν την ιδεολογική βάση, υποστήριζε ότι η ισότητα των φύλων δεν μπορούσε να επιτευχθεί παρά μόνο «μέσα στα πλαίσια της κατάργησης των ταξικών σχέσεων εκμετάλλευσης» (Μπουντούρογλου, 2012). Κατά συνέπεια, η ΟΓΕ διαφοροποιήθηκε και «αναμετρήθηκε με το φεμινιστικό κίνημα που πρόβαλε τη θέση περί αυτόνομου γυναικείου κινήματος σε αντιπαράθεση προς το εργατικό κίνημα» (ό.π.). Ωστόσο, η οργάνωση συμμετείχε περιστασιακά σε κάποιες κινητοποιήσεις του αυτόνομου κινήματος.
Η ΟΓΕ ήταν μαζική οργάνωση με παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα, σε πόλεις και χωριά, με την υποστήριξη των τοπικών οργανώσεων του ΚΚΕ. Εξέδιδε το περιοδικό Σύγχρονη Γυναίκα (1977-1992) (Εικόνα 5). Το πολιτικό περιεχόμενό του προωθούσε τη γραμμή του κόμματος σε θέματα αιχμής και υποστήριζε ότι η βελτίωση των συνθηκών ζωής των γυναικών θα ερχόταν με την ανατροπή του καπιταλισμού.
Ο αυτόνομος γυναικείος χώρος
Το θέμα της αυτονομίας αποτελεί ιδιαιτερότητα του ελληνικού γυναικείου κινήματος. Τέθηκε σε αντίθεση με την κυρίαρχη κομματική λογική της αριστεράς, που ήθελε να οργανώνει, να χρησιμοποιεί και να καθοδηγεί τον γυναικείο χώρο μέσα από μαζικές οργανώσεις. Εκφράστηκε μέσα από την επιλογή οργάνωσης των γυναικών σε σχήματα-ομάδες, ανεξάρτητα από κόμματα και πολιτικούς σχηματισμούς. Η επιλογή αυτή οδήγησε κυρίως σε μικρότερα σχήματα, σε λίγο-πολύ μικρές ομάδες, με εξαίρεση την Κίνηση για την Απελευθέρωση των Γυναικών (Ντούσια, 2018).
Η Κίνηση για την Απελευθέρωση των Γυναικών (ΚΑΓ)
Η Κίνηση για την Απελευθέρωση των Γυναικών (ΚΑΓ) ήταν προδρομική οργάνωση του αυτόνομου χώρου και δημιουργήθηκε το 1975 στην Αθήνα. Γεννήθηκε από γυναίκες της αριστεράς, στην πλειοψηφία τους χωρίς κομματική ένταξη, ή που είχαν φύγει από τα κόμματα, και από κάποιες γυναίκες μέλη μικρών κομμάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Η ΚΑΓ διαφοροποιήθηκε από τις παραδοσιακές οργανώσεις με την οριζόντια οργανωτική της λειτουργία, την έκφραση της πολυφωνίας και την επιλογή των θεματικών ενοτήτων εργασίας που εισήγαγε: σεξουαλικότητα (αντισύλληψη, έκτρωση), βία και βιασμός, καθημερινή ζωή των γυναικών και στερεότυπα (καλλιστεία, διαφήμιση, μαζικά μέσα ενημέρωσης). Εξέδωσε το περιοδικό Για την Απελευθέρωση των Γυναικών το 1978, με τρία ή τέσσερα τεύχη (Εικόνα 6).
Οι ομάδες
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 –την περίοδο που η ΚΑΓ έπαυε να λειτουργεί–, το κίνημα διευρύνθηκε με τη δημιουργία πολλών γυναικείων ομάδων που ακολουθούσαν την ίδια αντίληψη. Ήταν συνήθως ολιγομελείς ομάδες, καθεμιά με τη δική της ταυτότητα, που λειτουργούσαν κυρίως ως ομάδες αυτοσυνείδησης και λόγου (Σκλαβενίτη, 2018).
Στη Θεσσαλονίκη αυτόνομες ομάδες γυναικών λειτούργησαν κατά κύριο λόγο στο Πανεπιστήμιο. Αρχικά, το 1980, δημιουργήθηκε μια κοινή ομάδα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), η οποία λειτούργησε για έναν χρόνο. Έπειτα, παραχώρησε τη θέση της στις μικρές ομάδες που άνθισαν σε διάφορες σχολές (Φιλοσοφική, Νομική, Πολυτεχνείο και Χημικό, στην αρχή. Στη συνέχεια, Μαθηματικό, Βιολογικό, Βιομηχανική Σχολή και ΤΕΙ). Λειτούργησε επίσης μία ομάδα μαθητριών λυκείου. Οι ομάδες αυτές συνεργάζονταν για εκδηλώσεις και κινητοποιήσεις μεταξύ τους, με την ΚΔΓ, ή στη συνέχεια με το «Σπίτι Γυναικών Θεσσαλονίκης» (βλ. παρακάτω). Έτσι συνδιοργάνωσαν με την ΚΔΓ την πρώτη πορεία γυναικών κατά τη Μεταπολίτευση, τον Μάρτιο του 1980, όπως και τις υπόλοιπες πορείες κατά της έμφυλης βίας και υπέρ της νομιμοποίησης των εκτρώσεων (Χάρτες 2-4, Εικόνες 7-9). Είχαν έντονη και σταθερή παρουσία στο πανεπιστήμιο, με εκδηλώσεις, προκηρύξεις, φυλλάδια, αφίσες, συζητήσεις. Εξέδωσαν από κοινού το περιοδικό Μέδουσα (Εικόνα 10). Κάποιες ήταν ολιγομελέστερες, αναλόγως του ποσοστού των φοιτητριών στην εκάστοτε σχολή, όπως αυτές του Μαθηματικού ή του Βιολογικού, και άλλες μεγαλύτερες, όπως αυτές της Φιλοσοφικής ή της Νομικής. Επιπλέον, στην πόλη δημιουργήθηκε το «Σπίτι Γυναικών Θεσσαλονίκης» το 1982, φιλοξενώντας αυτόνομες ομάδες εργασίας με διάφορα θεματικά αντικείμενα. Πρώτος καρπός συλλογικής δουλειάς της ομάδας είναι η μπροσούρα Βία και Γυναίκες ή Δάγκωσε το Χέρι που σε Ταΐζει. Επίσης, το Σπίτι Γυναικών εξέδωσε το περιοδικό Γαία το 1983 (Εικόνα 11).
Γύρω στα 1984-1985 προέκυψαν οι πρώτες ανησυχίες για την κρίση του κινήματος, οι οποίες αποτυπώθηκαν στην τριήμερη Πανελλαδική Συνάντηση Γυναικών (19-21 Οκτωβρίου 1984) στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία του «Σπιτιού Γυναικών Θεσσαλονίκης». Εν μέσω αυτών των αναζητήσεων, δημιουργήθηκε, πάλι στη Θεσσαλονίκη, το 1986, η αυτόνομη ομάδα γυναικών «Κατίνα», μία από τις μακροβιότερες αυτόνομες ομάδες (έδρασε για περίπου μια δεκαετία). Συγκέντρωσε περίπου τριάντα γυναίκες, κυρίως νέες, φοιτήτριες και εργαζόμενες, μεταξύ των οποίων και δύο μέλη της Ομάδας Γυναικείων Σπουδών (βλ. παρακάτω). Η «Κατίνα» λειτουργούσε με τακτικές εβδομαδιαίες συναντήσεις, κάθε Τρίτη βράδυ στα γραφεία της, ένα μικρό διαμέρισμα νοικιασμένο από τα μέλη της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η λειτουργία της ήταν διπλή: εσωτερική, με συζητήσεις γύρω από θέματα καθημερινότητας των μελών της, αλλά και εξωτερική, με δυναμική παρουσία στην πόλη. Σ’ αυτό το πλαίσιο της εξωτερικής παρέμβασης, διοργάνωσε κινητοποιήσεις (νομιμοποίηση των εκτρώσεων, νόμος περί βιασμού) μαζί με άλλα φεμινιστικά σχήματα της πόλης, καθώς και δράσεις κατά της πορνογραφίας, του σεξισμού στη γλώσσα, για την απουσία των γυναικών από την πολιτική σκηνή και για τη γυναικεία εργασία. Αυτή η ανάγκη παρέμβασης στα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα αποκρυσταλλώθηκε στην απόφαση έκδοσης του ομώνυμου περιοδικού Κατίνα (1987, επτά τεύχη) (Παπαδοπούλου & Νταντή, 1988) (Εικόνα 12).
Στη συνέχεια, και ως αποτέλεσμα της δουλειάς της ομάδας γύρω από τη βία κατά των γυναικών, η «Κατίνα» έθεσε σε λειτουργία την πρώτη τηλεφωνική γραμμή SOS για κακοποιημένες και βιασμένες γυναίκες στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα (Εικόνα 13). Η γραμμή λειτούργησε σε καθημερινή βάση από το 1991 ως το 1995, μετά από επιμόρφωση των μελών της από την ψυχολόγο Αγγελική Χλιόβα. Επίσης, δύο από τα μέλη της έκαναν την ραδιοφωνική εκπομπή «Συμφωνία Κυριών», στον πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό «Ράδιο Κιβωτός». Τέλος, σ’ αυτό το πνεύμα δημοσιοποίησης των φεμινιστικών ιδεών, η ομάδα διοργάνωσε ένα Διήμερο Φεστιβάλ Γυναικών, στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 1987 στο πάρκο Φαλήρου της Θεσσαλονίκης (Χάρτης 5). Οι συζητήσεις του Φεστιβάλ είχαν μεγάλη ανταπόκριση και συμμετοχή. Μεταξύ των προσκεκλημένων γυναικών ήταν και η Άνια Μέιλεμπελτ, τα βιβλία της οποίας αποτελούσαν σημεία αναφοράς για τις φεμινίστριες της εποχής.
Η Ομάδα Γυναικείων Σπουδών ΑΠΘ
Η φυσιογνωμία του γυναικείου κινήματος στη Θεσσαλονίκη δεν διαφέρει από εκείνη της Αθήνας και των άλλων πόλεων. Ειδοποιό στοιχείο του φεμινισμού που χαρακτηρίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης, και ουσιαστική καινοτομία του, είναι ωστόσο η δημιουργία και οι δραστηριότητες της Ομάδας Γυναικείων Σπουδών ΑΠΘ (ΟΓΣ). Η ΟΓΣ συστήνεται το 1983, ανοίγεται στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης, με τη διοργάνωση ανοιχτών κύκλων μαθημάτων γυναικείων σπουδών στο διάστημα 1984-1990. Ταυτόχρονα αναπτύσσει την πιο συστηματική προσπάθεια για την αναγνώριση και τη θεσμοθέτηση των γυναικείων σπουδών στα ελληνικά ΑΕΙ (Λαδά, 1996, ΟΓΣ 1996, Λαδά, Μιχοπούλου, Παντούλη και Γιάννα Σαββίδου, 2024) (Εικόνες 14-15).
Το 1988, στην ΟΓΣ συμμετέχουν 13 γυναίκες πανεπιστημιακοί από τα Τμήματα Νομικής, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, Φιλοσοφικής, Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και Οικονομικών του ΑΠΘ. Συγκεκριμένα οι: Ελένη Βογιατζή (Τμήμα Νομικής), Κική Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (Τμήμα Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας), Ρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου (Τμήμα Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας), Κατερίνα Καμάρα (Τμήμα Νομικής), Αθηνά Κοτζάμπαση (Τμήμα Νομικής), Γιώτα Κραβαρίτου-Μανιτάκη (Τμήμα Νομικής), Σάσα Λαδά (Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών), Θεανώ Παπαζήση (Τμήμα Νομικής), Ελένη Παυλίδου (Τμήμα Οικονομικών), Θεοδοσία Παυλίδου (Φιλοσοφικού Τμήματος – Τμήμα της Σούλας Παυλίδου), Γιάννα Σαββίδου (μεταπτυχιακή φοιτήτρια Φιλοσοφικής), Βάνα Τεντοκάλη (Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών), Ζώγια Χρονάκη (Τμήμα Νομικής) (Μιχοπούλου, 2008). Η ΟΓΣ έχει έναν διπλά εναλλακτικό και καινοτόμο για τον ακαδημαϊκό χώρο χαρακτήρα: συνδυάζει τη διεπιστημονικότητα ως προς το ακαδημαϊκό περιεχόμενο, καθώς τα μέλη της προέρχονται από πέντε διαφορετικά Τμήματα του ΑΠΘ, με τη διαφορετικότητα ως προς τη θέση των μελών στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, ενδεικτική και άλλων μεταξύ τους διαφορών (π.χ. ηλικίας, εργασιακής και οικογενειακής κατάστασης, επιστημονικής κατάρτισης), καθώς μετέχουν σ’ αυτήν ισότιμα καθηγήτριες διαφόρων βαθμίδων, επιστημονικές συνεργάτριες και βοηθοί, ακόμη και μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια.
Ευχαριστίες
Στα ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας) για τη συνεχή και απρόσκοπτη βοήθειά τους στη μελέτη του αρχείου της Ζώγιας Χρονάκη, όπως επίσης στον Πάρη και στον Νίκο Παπαμίχο, γιο και σύζυγο της Ζώγιας Χρονάκη αντίστοιχα, οι οποίοι πρόθυμα βοήθησαν σε κάθε απορία μας σχετικά με το περιεχόμενο του Αρχείου «Ζώγιας και Νίκου Παπαμίχου».
Στα μέλη της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών, Βάσω Τάντου, Ελένη Καρακατσάνη, Εύη Χατζηανδρέου, Στέλλα Εξάρχου και Δώρα Ψαλτοπούλου, που μας έδωσαν πρόθυμα φωτογραφικό και έντυπο υλικό από τα προσωπικά τους αρχεία. Στη Στέλλα Αικατερινιάδου και στην Έρση Κλημεντίδου, φοιτήτριες τότε και μέλη αυτόνομων ομάδων φοιτητριών του ΑΠΘ, που μας παραχώρησαν πολύτιμο φωτογραφικό υλικό. Στην Χρύσα Προύσαλη, μέλος της ΕΓΕ (Ένωση Γυναικών Ελλάδας) Θεσσαλονίκης, η οποία μας έδωσε μπροσούρες, ημερολόγια και αντίτυπα του περιοδικού της ΕΓΕ Ανοιχτό Παράθυρο και στην Κατερίνα Τσιχλακίδου, μέλος της Αυτόνομης Ομάδας Γυναικών Θεσσαλονίκης, που μας παραχώρησε τα τεύχη του περιοδικού Κατίνα (τεύχη 1-7).
Τέλος, τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου στην Χριστίνα Παπαθανασiου, τελειόφοιτη του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ, για την εξαιρετική επεξεργασία και σύνθεση του σύνθετου φωτογραφικού και λοιπού υλικού σε χάρτες και υπόμνημα, που «ζωντανεύει» το περιεχόμενο του κειμένου.