Αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι να εξετάσει την επάρκεια, την ποιότητα, τη συνεισφορά και τα χαρακτηριστικά των πράσινων χώρων στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Η μεθοδολογία με την οποία προσεγγίστηκαν οι πτυχές του αντικειμένου είναι η εξής: αρχικά, με βάση τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία, αναδεικνύονται οι πολυεπίπεδες θετικές και ζωτικής σημασίας επιδράσεις των αστικών δασών, των πάρκων αλλά και των δέντρων στην προστασία του αστικού περιβάλλοντος και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης. Στη συνέχεια, αναφέρονται σύγχρονες πρωτότυπες έρευνες και πρωτογενή στοιχεία για την επίδραση των δέντρων και των πάρκων στον μετριασμό της κλιματικής κρίσης. Με βάση δημοσιευμένα στοιχεία, αξιολογείται το πράσινο προφίλ της Θεσσαλονίκης και δίνεται έμφαση στα επίπεδα βιοποικιλότητας στην πόλη. Τέλος, προτείνονται οικονομικά αποδοτικές λύσεις από την αστική δασοκομία για μια αξιοβίωτη και ανθεκτική Θεσσαλονίκη για όλους/όλες.
Η τεράστια συμβολή των δέντρων, πάρκων, αλσών και δασών στην πόλη
Ο ρόλος των δέντρων, των πάρκων, των αλσών και των δασών εντός των πόλεων είναι πολυδιάστατος και καθοριστικός για σειρά σημαντικών ζητημάτων:
- τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης (βελτίωση κλίματος, μετριασμός φαινομένου θερμικής νησίδας, απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα),
- τη διαχείριση των ομβρίων υδάτων και την προστασία έναντι των πλημμυρών,
- το φιλτράρισμα του αέρα (σκόνη, ρύποι),
- τη διατήρηση της βιοποικιλότητας,
- την ανάδειξη του τοπίου και της ελκυστικότητας της πόλης,
- τη μείωση των θορύβων,
- την παροχή χώρων κοινωνικής αλληλεπίδρασης και εκπαίδευσης,
- την αύξηση της αστικής ποιότητας σε μειονεκτικές περιοχές,
- την τουριστική ανάπτυξη,
- και πάνω απ’ όλα την εξασφάλιση καλύτερης ψυχικής και σωματικής υγείας των πολιτών (Ντάφης, 2001; Nowak & Heisler, 2010; UNECE, 2021).
Η ανάγκη του ανθρώπου για μεγάλης έκτασης φυσικό τοπίο στο εσωτερικό της πόλης, ανιχνεύεται από τον 19ο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έτσι δημιουργήθηκε το Central Park της Νέας Υόρκης (1857) και στη συνέχεια κι άλλα πολλά πάρκα-αστικά δάση μέσα στις πόλεις. Τον ίδιο αιώνα δημιουργήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας το Άλσος Λυκαβηττού (369 στρ.), ο Εθνικός Κήπος (155 στρ.), το αισθητικό δάσος στη Μονή Καισαριανής (6.500 στρ.). Ανάλογοι χώροι δεν δημιουργήθηκαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Οι πράσινοι χώροι με θάμνους, ετήσια ανθόφυτα και γρασίδι, έχουν πολύ μικρή επίδραση στη βελτίωση του περιβάλλοντος της πόλης, σε σχέση με την υψηλή δενδρώδη βλάστηση. Για παράδειγμα: σε κάθε στρέμμα δάσους με ποσοστό συγκόμωσης δέντρων 70% και άνω, αφαιρούνται κατά μέσο όρο κάθε χρόνο 0,72 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από την ατμόσφαιρα (από την ποσότητα αυτή, περίπου τα 3/4 αποθηκεύονται στο υπέργειο τμήμα των δένδρων, δηλ. κορμό, κλαδιά και φύλλωμα, και το 1/4 στη ρίζα). Στην περίπτωση που οι χώροι αστικού πρασίνου καλύπτονται από μη δενδρώδη, χαμηλή βλάστηση, τότε οι ποσότητες CO2 που απορροφά αυτή μειώνονται κατά 90%, (Ganatsas κ.ά., 2022). Ο βαθμός συγκόμωσης των δέντρων (Εικόνα 1) υπολογίζεται από το συνολικό εμβαδόν των προβολών των κομών των δέντρων σε μια δεδομένη επιφάνεια (Ντάφης, 1992).
Η υψηλή δενδρώδης βλάστηση μέσα σε αστικά δάση, πάρκα, ρέματα, δενδροστοιχίες κ.α. συμβάλλει καθοριστικά στον δροσισμό και στη θερμική άνεση των κατοίκων μέσω της σκίασης και της εξατμισοδιαπνοής. Με άλλα λόγια, τα δέντρα αποτελούν και φυσικές «συσκευές κλιματισμού», καθώς με την απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας από την κόμη τους γίνεται ταυτόχρονα εξάτμιση του νερού της διαπνοής από τα στομάτια των φύλλων, και αποδίδεται υγρασία στην ατμόσφαιρα. Παράλληλα, την καλοκαιρινή περίοδο τα δέντρα (φυλλοβόλα ή αειθαλή), αναλόγως του μεγέθους και της αρχιτεκτονικής της κόμης τους (δηλ. κατανομή και πάχος κλαδιών, πυκνότητα, μέγεθος και είδος φυλλώματος), εμποδίζουν την ηλιακή ακτινοβολία να φτάσει το έδαφος ή στις διάφορες επιφάνειες (άσφαλτος, πεζοδρόμια, κτίρια, οχήματα, κ.λπ.) και να τις υπερθερμάνει. Έτσι μειώνεται σημαντικά η θερμοκρασία των επιφανειών που βρίσκονται κάτω από την κόμη τους. Η σκίαση που δημιουργούν επιβραδύνει επίσης την εξάτμιση του νερού από το έδαφος. Ο βαθμός δροσισμού και μείωσης της θερμοκρασίας αέρα και επιφανειών εξαρτάται άμεσα από τον δείκτη φυλλικής επιφάνειας, το πλάτος, την πυκνότητα και το ύψος έναρξης της κόμης των δέντρων (λόγω της επίδρασής τους στην ροή του αέρα) (Speak κ.ά., 2020; Xue κ.ά., 2023) (Εικόνες 2, 3). Για τους παραπάνω λόγους, μια φλαμουριά προσφέρει περισσότερη σκιά και μεγαλύτερο δροσισμό σε σχέση με μια ψευδακακία ιδίου ύψους (Rahman κ.ά., 2019).
Σύμφωνα με τις έρευνες της επιστήμης της Αστικής Δασοκομίας σε παγκόσμιο αλλά και σε τοπικό επίπεδο (Εργαστήριο Δασοκομίας του ΑΠΘ), έχει βρεθεί ότι όσο μεγαλώνει η έκταση του πάρκου και όσο αυξάνεται ο βαθμός συγκόμωσης των δέντρων του τόσο μεγαλύτερος δροσισμός επιτυγχάνεται, ιδιαίτερα τις μεσημεριανές-απογευματινές ώρες του καλοκαιριού (Κωστελίδου, 2020; Jung κ.ά., 2021; Tamaskani κ.ά., 2021).
Η συμβολή των πάρκων και των δασών στη Θεσσαλονίκη
Στο πάρκο της ΧΑΝΘ, κατά τις θερμές ημέρες του καλοκαιριού, καταγράφηκε θερμοκρασία αέρα μέχρι και 5,1οC χαμηλότερη σε σχέση με το κέντρο της πόλης, κάτω από την πυκνή κομοστέγη των δένδρων (με συγκόμωση > 50%). Παράλληλα, καταγράφηκε επίδραση του πάρκου στις γειτονικές περιοχές, σε απόσταση 20-30μ. από αυτό, με μείωση της θερμοκρασίας μέχρι και κατά 2οC (Κωστελίδου, 2020). Σε άλλα αστικά πάρκα με πυκνή συγκόμωση ώριμων δέντρων (συγκόμωση 68%) και μεγάλη έκταση διαπερατού εδάφους, έχει καταγραφεί διαφορά θερμοκρασίας μέχρι και 7οC σε σχέση με το κέντρο των πόλεων (Nowak & Heisler, 2010). Επιπλέον, η μέση τιμή συγκέντρωσης CO2 στην ατμόσφαιρα, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2020 και 2021, βρέθηκε αρκετά πιο αυξημένη στις πλατείες της Θεσσαλονίκης (444 ppm) σε σχέση με το περιαστικό δάσος Σέιχ Σου (421 ppm) και τα ρέματα της πόλης (414 ppm), (Γκανάτσας κ.ά., 2021, Γεωργιάδου, 2022).
Το πράσινο της Θεσσαλονίκης με αριθμούς
Η Θεσσαλονίκη είναι παραλιακή πόλη με υψόμετρο που κυμαίνεται από 2 μ. (παραλία) έως 190 μ. (Eπταπύργιο). Είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη, με 16.530,8 κατοίκους/km2 (ΕΛΣΤΑΤ, 2021), με άναρχη δόμηση σε πολλά σημεία της, ως αποτέλεσμα της ανοικοδόμησης των δεκαετιών του ’50, ’60 και ’70. Το κλίμα της ανήκει στην κατηγορία Csa, δηλαδή στον μεσογειακό τύπο κλίματος, ή μεσόθερμο τύπο με ξηρό και θερμό θέρος. Η ξηροθερμική περίοδος διαρκεί 5,5 μήνες, από τα μέσα Μαΐου μέχρι τον Οκτώβριο, ενώ στο εξάμηνο Απρίλιος – Σεπτέμβριος οι επιπτώσεις του φαινομένου της θερμικής αστικής νησίδας είναι πιο κρίσιμες για το κέντρο της Θεσσαλονίκης (Σάρρας, 2020). Οι παραπάνω κλιματικές συνθήκες, η μη τήρηση πολεοδομικών σχεδίων, οι στενοί δρόμοι, τα ψηλά κτίρια, ο φόρτος οχημάτων, και η σοβαρή έλλειψη δενδρώδους βλάστησης, ευνοούν τη συγκέντρωση αερίων ρύπων στο κέντρο της πόλης.
Οι πράσινες εκτάσεις της πόλης, δηλαδή οι λεγόμενες «πράσινες υποδομές» (ανεξαρτήτως ποσοστού κάλυψης πρασίνου) διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: α) ιδιωτικοί χώροι: υπαίθριοι χώροι κατοικιών, εμπορικών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων (προκήπια, ταράτσες, ακάλυπτοι χώροι κ.ά.), β) χώροι με ειδικό καθεστώς διαχείρισης: π.χ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, αρχαιολογικοί χώροι, ανενεργά στρατόπεδα, χώροι εκκλησιών, γήπεδα, περιβάλλοντες χώροι νοσοκομείων, και γ) δημόσιοι χώροι που γενικά συντηρούνται από τον Δήμο: αύλειοι χώροι σχολείων, δημόσιων υπηρεσιών και κέντρων πολιτισμού, πάρκα αναψυχής, πλατείες, πεζόδρομοι, νησίδες δρόμων, ρέματα, φυτώρια.
Στη Θεσσαλονίκη είναι ελάχιστοι οι πράσινοι χώροι που μπορούν να χαρακτηριστούν πράσινες υποδομές ικανές να συμβάλουν στην υγεία και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Ανεξαρτήτως της ποιότητας και της λειτουργικότητας, η συνολική έκταση δημοσίων χώρων πρασίνου της πόλης (Δήμος Θεσσαλονίκης) είναι 1.549.524 τ.μ. (Πίνακας 1), ενώ το καθαρό πράσινο των πάρκων που αντιστοιχεί σε κάθε κάτοικο (βασικός δείκτης προσδιορισμού της ποιότητας ζωής στις πόλεις) είναι μόλις 2,7 τ.μ. Το μεγαλύτερο ποσοστό των πράσινων χώρων της πόλης είναι μικροί κατακερματισμένοι χώροι, με μέσο όρο έκτασης 1,5 στρ. (Γκανάτσας κ.ά., 2002), χαρακτηρίζονται κυρίως από χαμηλή βλάστηση με ετήσια ανθοφόρα φυτά, γρασίδι και θάμνους, και δεν αποτελούν πράσινες υποδομές που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης (καύσωνες, διοξείδιο του άνθρακα, θερμική νησίδα, αέρια ρύπανση). Οι δενδροστοιχίες της πόλης της Θεσσαλονίκης αριθμούν περί τα 42.000 δέντρα (πηγή: https://sdi.thessaloniki.gr/).
Η Θεσσαλονίκη, αν και είναι μεγαλούπολη, στερείται αστικά δάση και μεγάλα πάρκα εντός του αστικού ιστού, τα οποία συναντάμε στις περισσότερες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Οι μεγαλύτεροι συμπαγείς χώροι πρασίνου με σημαντική κάλυψη δενδρώδους βλάστησης εντοπίζονται στο κέντρο της πόλης: το πράσινο της πανεπιστημιούπολης ΑΠΘ (περίπου 132,5 στρ. πρασίνου), το πάρκο της ΧΑΝΘ, το πεδίο του Άρεως, το πάρκο του Λευκού Πύργου, τα μικρά θεματικά πάρκα της Νέας Παραλίας, οι Κήποι του Πασά. Στο ανατολικό τμήμα της πόλης εντοπίζεται το πάρκο της Νέας Ελβετίας (Χάρτης 1), ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός πάρκων εντοπίζεται στην Ε΄ Δημοτική Κοινότητα.
Να σημειωθεί ότι στη χώρα μας, σύμφωνα με την Υ.Α. 10788 (ΦΕΚ 285/5.3.2004), απαιτούνται 8 τ.μ. αστικού πρασίνου ανά κάτοικο, σε επίπεδο πολεοδομικής ενότητας. Αντίστοιχα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει ότι μια βιώσιμη ανθεκτική πόλη θα πρέπει να παρέχει 9 τ.μ. πράσινο χώρο σε κάθε κάτοικο, και μάλιστα προσβάσιμο σε μόλις 15 λεπτά βαδίσματος από την κατοικία του (WHO 2012). Οι πλατείες και οι παιδικές χαρές στις ελληνικές πόλεις δεν λογίζονται ως τέτοιοι χώροι, καθώς η ελληνική νομοθεσία δεν ορίζει ότι πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνουν βλάστηση ώστε να αποτελούν πράσινες υποδομές.
Αναζητώντας την αστική βιοποικιλότητα της Θεσσαλονίκης
Η διατήρηση και η ενίσχυση της βιοποικιλότητας στις πόλεις αποτελεί όλο και μεγαλύτερο μέλημα παγκοσμίως, όχι μόνο για την εγγενή αξία της διατήρησης της βιοποικιλότητας, αλλά και λόγω των απτών κοινωνικών ωφελειών που έχει αυτή, π.χ. περιβαλλοντική συνείδηση, ψυχική υγεία και ευεξία. Ο όρος «αστική βιοποικιλότητα» αναφέρεται στην ποικιλία και παραλλακτικότητα μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και στην ποικιλότητα των τοπίων και οικοτόπων που βρίσκονται μέσα στα όρια των πόλεων (υπολείμματα φυσικών τοπίων, καλλιεργήσιμη γη, κατοικημένες περιοχές, βιομηχανικές ζώνες, σιδηροδρομική περιοχή, πάρκα, κήποι, ρέματα, κ.ά.) (Livesley κ.ά., 2016).
Η βιοποικιλότητα της πόλης της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται φτωχή και ανεπαρκής λόγω πολλών παραγόντων, με κυριότερους:
- την ανεξέλεγκτη αστική ανάπτυξη, η οποία αλλοίωσε το φυσικό τοπίο, εξαφάνισε την φυσική βλάστηση και τα ρέματα και κάλυψε το ανάγλυφο του εδάφους με πυκνή δόμηση και αδιαπέραστες επιφάνειες,
- την εισαγωγή και φύτευση ξενικών φυτικών ειδών,
- τη συχνή απομάκρυνση δέντρων μεγαλύτερης ηλικίας και θάμνων (π.χ. λόγω κατασκευών αναπλάσεων) και την αντικατάσταση αυτών με νέες φυτεύσεις,
- τον κατακερματισμό (διάσπαση) των πράσινων χώρων και των οικοτόπων που αυτοί δημιουργούν,
- την έλλειψη σύνδεσης των χώρων αυτών μεταξύ τους αλλά και με το περιαστικό δάσος.
Για παράδειγμα, στις δενδροστοιχίες της Θεσσαλονίκης, συναντάμε δέντρα 86 διαφορετικών ειδών (πηγή: https://sdi.thessaloniki.gr/), από τα οποία τo 50% είναι ξένης προέλευσης και με πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων ανά είδος (π.χ. Γκλεντίτσια, Ακακία Κωνσταντινουπόλεως, Αείλανθος, Γκίγκο, Ιβίσκος, καλλωπιστική Δαμασκηνιά, Κατάλπη, Κερλετέρια, Σοφόρα, Μανόλια, Μπρουσονέτια, Παυλώνια, νεγκουδιανό Σφενδάμι, Μέλια, κ.ά.). Ωστόσο, τα ξενικά εισαγόμενα φυτικά είδη εγκυμονούν σημαντικούς οικολογικούς κινδύνους και πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις στις διεργασίες του οικοσυστήματος και τη βιοποικιλότητα, προκαλούν αλλοίωση του οικοτόπου της αυτόχθονης πανίδας, αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του ελληνικού αστικού τοπίου, και στην περίπτωση που αυτά είναι και εισβολείς (π.χ. Ailanthus altissima) μεταφέρουν ξένους παθογόνους οργανισμούς οι οποίοι δεν διαθέτουν φυσικούς εχθρούς στη χώρα μας (π.χ. μεταχρωματικό έλκος πλατάνου, έλκος της καστανιάς από τον μύκητα Endothia parasitica, το κόκκινο σκαθάρι των φοινικοειδών κ.ά.) και μπορούν να εκτοπίσουν τα ελληνικά φυτικά είδη, διακόπτοντας έτσι τις οικολογικές διαδικασίες και υποβαθμίζοντας σημαντικά ολόκληρο το οικοσύστημα.
Στις σύγχρονες βιώσιμες πόλεις, έχει αναγνωριστεί ο πολλαπλός ρόλος των αυτόχθονων φυτικών ειδών στους χώρους πρασίνου. Τα αυτόχθονα είδη της τοπικής χλωρίδας έχουν προσαρμοστεί άριστα στο συγκεκριμένο περιβάλλον (μετά από μακρόχρονες διαδικασίες), η φύτευσή τους ευνοεί τη ροή γενοτύπων ανάμεσα σε αυτόχθονους πληθυσμούς ή φυσικές συστάδες που διασπώνται λόγω της οικιστικής ανάπτυξης, και δημιουργούν ένα φυσικό τοπίο το οποίο μπορεί να προσελκύει πολλά είδη πανίδας (πουλιά, πεταλούδες). Επιπλέον, αποτελούν μέρος της φυσικής μας κληρονομιάς και διαθέτουν οικολογική αξία για το τοπίο, μπορούν άριστα να συναγωνιστούν σε ομορφιά τα καλλιεργούμενα ξενικά είδη, είναι πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και στις προσβολές από έντομα και ασθένειες και γενικά απαιτούν λιγότερη φροντίδα και συνεπώς μικρότερες δαπάνες συντήρησης (Τσακαλδήμη, 2003; De Carvalho κ.ά., 2022). Η χρήση αυτοφυών φυτικών ειδών στο ελληνικό αστικό τοπίο συμβαδίζει με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο, η οποία έχει κυρωθεί και από τη χώρα μας (Ν. 3827, ΦΕΚ 30/25-2-2010).
Επίσης χαρακτηριστικό της Θεσσαλονίκης είναι ότι λόγω κατασκευών και αναπλάσεων, οι υπάρχοντες οικότοποι και τα τοπία της συνεχώς αλλάζουν, μεταμορφώνονται. Έτσι, στις παραπάνω περιπτώσεις, δεν δίνεται η απαιτούμενη προσοχή σε εγκατεστημένα ώριμα δέντρα ή φυσική βλάστηση ώστε να διατηρηθούν, συνήθως απομακρύνονται, και στη θέση τους έχουμε εγκατάσταση νέων φυτεύσεων και δημιουργία νέων –μη ώριμων– οικοσυστημάτων. Τα υφιστάμενα ώριμα δέντρα στην πόλη αποτελούν μια μακροπρόθεσμη επένδυση όσον αφορά τη ρύθμιση του μικροκλίματος και την αστική βιοποικιλότητα. Αντιπροσωπεύουν αποκλειστικό βιότοπο για πολλά είδη πανίδας και αποτελούν βασικές δομές για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Ειδικότερα, η αύξηση της διαμέτρου των δέντρων συσχετίζεται θετικά με την αφθονία των πτηνών και τον πλούτο των ειδών σε όλα τα πράσινα αστικά τοπία (Le Roux κ.ά., 2015; MacKenzie & Gibbons, 2019). Τα δέντρα όσο περισσότερο διαβιούν σε έναν συγκεκριμένο αστικό χώρο και όσο μεγαλύτερα είναι σε ηλικία και διαστάσεις τόσο περισσότερο άνθρακα αποθηκεύουν, ενώ οι ρίζες και οι κόμες τους υποστηρίζουν την άγρια ζωή. Από μόνα τους συγκροτούν ένα ολόκληρο οικοσύστημα, μειώνουν τις θερμοκρασίες σε περιόδους καύσωνα λόγω της μεγάλης κόμης τους, παράγουν περισσότερο οξυγόνο, μειώνουν την ταχύτητα απορροής των βροχοπτώσεων και παγιδεύουν τη ρύπανση του αέρα.
Λύσεις βασισμένες στη δασοκομία των πόλεων για μια πράσινη, αξιοβίωτη και ανθεκτική Θεσσαλονίκη
Λύσεις κατάλληλες για τη Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν να δοθούν ευθυγραμμισμένα με όσα διατυπώθηκαν στην παγκόσμια εκστρατεία που ξεκίνησε η UNECE (Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη) με τη Σύνοδο Κορυφής Ηνωμένων Εθνών για τη Δράση για το Κλίμα, το 2019. Η εκστρατεία αυτή δεσμεύει τους δημάρχους και τις πόλεις να αναλάβουν δράσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης και την προώθηση της βιώσιμης και ανθεκτικής ανάπτυξης, πραγματοποιώντας δεντροφυτεύεις υιοθετώντας ή ενισχύοντας πρακτικές αστικής και περιαστικής δασοκομίας (UNECE, 2021). Ο ρόλος της επιστήμης της αστικής δασοκομίας (δασοκομία των πόλεων) αφορά τον σχεδιασμό, την εγκατάσταση και τη διαχείριση των πάρκων, των αλσών και δασών (αλλά και μεμονωμένων δέντρων) μέσα στις πόλεις ή και γύρω από αυτές (Nilsson & Randrup, 1997). Aποτελεί μια οικονομικά αποδοτική λύση, βασισμένη στη φύση, για την προσαρμογή της πόλης στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την καταπολέμηση της υποβάθμισης της γης και τη μείωση του κινδύνου καταστροφών σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο (UNECE, 2021).
Η δημιουργία και η σωστή διαχείριση των αστικών δέντρων, πάρκων, αλσών, αλλά και περιαστικών δασών, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο τόσο για την προώθηση της ανθρώπινης ευημερίας και ισότητας όσο και για την ανθεκτικότητα των πόλεων παγκοσμίως, ειδικά κάτω από την πίεση της κλιματικής κρίσης και του αυξανόμενου αριθμού επεισοδίων καύσωνα που παρατηρούνται τα τελευταία έτη και αναμένονται δριμύτερα στο εγγύς μέλλον. Ταυτόχρονα, τα αστικά δάση και πάρκα, όπως και τα περιαστικά δάση, είναι «καταφύγιο» για τους κατοίκους των πόλεων ώστε να ενισχύουν τη σωματική και ψυχική τους υγεία, ειδικότερα σε περιπτώσεις εκτάκτων συνθηκών (π.χ. πανδημία COVID-19), (WHO, 2017; Peterson κ.ά. 2021; Piana κ.ά., 2021; UNECE, 2021).
Οι λύσεις που βασίζονται στην αστική δασοκομία για μια πράσινη Θεσσαλονίκη, αξιοβίωτη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της, συνοψίζονται στις εξής:
- Δημιουργία αστικών δασών και μεγάλων πάρκων (μητροπολιτικών) με κατάλληλη δενδρώδη βλάστηση και συγκόμωση τουλάχιστον πάνω από 40% στους διαθέσιμους χώρους εντός του αστικού ιστού, όπως ανενεργά στρατόπεδα, εγκαταλελειμμένοι βιομηχανικοί χώροι, κ.ά. (π.χ. μύλοι Αλλατίνη, Γενί Χαμάμ, ΔΕΘ).
- Συστηματική μέριμνα για την αύξηση των δέντρων εντός του αστικού ιστού. Εγκατάσταση κατάλληλων αυτόχθονων ειδών με επιθυμητές λειτουργικές ιδιότητες και κατάλληλη μορφή και αρχιτεκτονική κόμης, ώστε να συντελούν στη δέσμευση υψηλών ποσοτήτων άνθρακα, στον δροσισμό και στη βελτίωση του μικροκλίματος (π.χ. μουριά, πλάτανος, φλαμουριά, κ.ά.).
- Διατήρηση και προστασία των υπαρχόντων περιαστικών δασών μητροπολιτικής σημασίας (Σέιχ Σου, Δάσος Χορτιάτη, Δάσος Κουρί-Ασβεστοχωρίου, Δάσος Φιλύρου).
- Αποτελεσματική και με εύκολη πρόσβαση για όλους σύνδεση των αστικών δασών και πάρκων με το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου, με τη δημιουργία «πράσινων διαδρόμων» σε κάθετους άξονες, ώστε να εξασφαλίζεται ανεμπόδιστα η ροή ζωογόνου αέρα από τη θάλασσα και από το περιαστικό δάσος, αλλά και «πράσινων ζωνών» γύρω από την πόλη για τη μέγιστη ωφέλεια των κατοίκων της Θεσσαλονίκης (EEA Report, 2023). Η ένταξη της φύσης στην πόλη μέσω των πράσινων υποδομών μπορεί να υποστηρίξει τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης (ΕΕ, 2013).
- Εφαρμογή, όπου είναι εφικτό, του θεμελιώδους Κανόνα 3-30-300 (Konijnendijk, 2023), ο οποίος συμβάλλει στην ποιότητα ζωής των κατοίκων και εξασφαλίζει την κοινωνική ισότητα όσον αφορά την πρόσβαση στο πράσινο της πόλης. [3 >> Όλοι οι κάτοικοι θα πρέπει να μπορούν να βλέπουν τουλάχιστον 3 ώριμα δέντρα από το σπίτι, τον τόπο εργασίας ή σπουδών τους. 30 >> Ελάχιστος βαθμός συγκόμωσης δέντρων 30% σε κάθε γειτονιά. 300 >> Μέγιστη απόσταση από το πλησιέστερο δημόσιο πάρκο ή δάσος, 300 μέτρα.]
Τα παραπάνω ευθυγραμμίζονται με τους στόχους για βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων (SDGs) που έθεσε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών στην ατζέντα του 2015: «Έως το 2030, να παρέχεται καθολική πρόσβαση σε ασφαλείς, χωρίς αποκλεισμούς πράσινους δημόσιους χώρους, ιδιαίτερα για γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρία». Η αντίληψη αυτή έχει παγιωθεί διεθνώς, ενώ πρόσφατα έχει ενσωματωθεί και στην εθνική νομοθεσία (ΦΕΚ 200/1-4-2024, Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/32892/1414, Άρθρο 4, Ποιοτικές κατευθύνσεις για τον πολεοδομικό σχεδιασμό).
Υποσημειώσεις
1Ο όρος «πράσινη υποδομή», όπως εισήχθη για πρώτη φορά στις ΗΠΑ (δεκαετία 1990), είναι ένα διασυνδεδεμένο δίκτυο προστατευόμενης ελεύθερης γης και νερού που υποστηρίζει ιθαγενή είδη χλωρίδας και πανίδας, διαφυλάσσει τις αξίες και λειτουργίες του φυσικού οικοσυστήματος, διατηρεί τους υδάτινους πόρους και την ποιότητα του αέρα, και συμβάλλει στην υγεία και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης (Benedict & McMahon, 2006).
2 Στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 2022 σημειώθηκαν 61.672 θάνατοι που σχετίζονται με την υπερβολική ζέστη (WHO 2024).
3Έως και 125.000 ζωές θα μπορούσαν να σωθούν ετησίως στην Ευρώπη, εάν τα επικίνδυνα σωματίδια PM 2,5 στην ατμόσφαιρα είχαν μειωθεί σε ασφαλή επίπεδα (IS Global, 2021).