Το σενάριο για τον άξονα της Αριστοτέλους εδράζεται σε σύνθετες ερευνητικές δραστηριότητες διδασκόντων/ουσών και φοιτητών/τριών στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ. Αυτές οδήγησαν σε τρεις εκθέσεις: στην Μπιενάλε Βενετίας (ΥΠΕΝ, Εθνικός Επίτροπος Ευθύμιος Μπακογιάννης, Επιμελητές: Νίκος Καλογήρου, Μαρία Δούση, Δημήτρης Θωμόπουλος, Δημήτρης Κονταξάκης, Σοφοκλής Κωτσόπουλος, Θέμης Χατζηγιαννόπουλος, 2021), στο Μπέη Χαμάμ (2021), και στο Μουσείο Μπενάκη (2022), καθώς και σε δύο εκδόσεις (Καλογήρου, 2021; Καλογήρου κ.ά., 2021). Η δομή της ταινίας έρευνας παραπέμπει ελεύθερα στην Ποιητική του Αριστοτέλη, το όνομα του οποίου φέρει ο υπό μελέτη άξονας. Το έργο αυτό εξάλλου, όπως επισημαίνεται στην τελευταία ενότητα του παρόντος «σεναρίου», επηρέασε τη σύνθεση του μνημειακού άξονα από τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο Ernest Hébrard.
Η βίωση της μεγάλης χειρονομίας
Εδώ παρουσιάζεται μια αποτίμηση της ιστορίας ενός βιωμένου χώρου, ενός τόπου που σηματοδοτήθηκε από μια τομή, που συνδυάζεται με ιδιότυπες αναφορές στο παρελθόν. Ένα βίαιο γεγονός προκάλεσε τη γέννηση του άξονα της Αριστοτέλους ως κορωνίδας μιας μεγάλης πολεοδομικής χειρονομίας (Χάρτης 1).
Η καταστροφή της Θεσσαλονίκης από πυρκαγιά το 1917 ξεκίνησε από μια φτωχική κουζίνα. Προκλήθηκαν τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα στην πρόσφατα απελευθερωμένη πόλη. Άμεσα αποφασίστηκε η ανοικοδόμηση από διεθνή επιτροπή, με οργανωμένο σχέδιο, που επέφερε μιαν άμεση αστική αναδιάρθρωση.
Το προσωπικό μου ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική της πόλης προήλθε από τη σταδιακή αναζήτηση της τέχνης της αστικότητας και τη συνειδητοποίηση των παραμέτρων του γεωιστορικού χωροχρόνου. Ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη, όταν ήλθα για σπουδές στο Αριστοτέλειο, εγκλιματίστηκα στην ανοιχτή ατμόσφαιρα του Τμήματος Αρχιτεκτόνων, όπου, αργότερα, μετά από μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, μου δόθηκε η ευκαιρία να εργαστώ ως δάσκαλος.
Στις παιδικές μου αναμνήσεις, από οικογενειακές εξορμήσεις, με αφετηρία την παραδοσιακή Βέροια, προς την κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη, εγγράφεται η ενστικτώδης διαπίστωση μιας αδιόρατης τάξης, μιας συνεκτικής δομής με λεωφόρους και μέγαρα, που πλαισίωναν το αστικό παλίμψηστο. Η άρθρωση προέκυπτε από την πυκνή συμβίωση χρήσεων, μνημείων και τοποσήμων.
Η κλασική συγκρότηση του πολεοδομικού ιστού και οι ορθολογικές χαράξεις φαίνονταν να ακολουθούν αρχές που τότε δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Η εικόνα της πόλης κορυφωνόταν στον άξονα της Αριστοτέλους με τη μεγάλη πλατεία, τις ομοιόμορφες στοές και τις νεοβυζαντινές προσόψεις με ευρωπαϊκό χαρακτήρα.
Πράξη 1: Το πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού
Εθνικοί πρωταγωνιστές και γαλλική παρουσία
Ο μνημειακός άξονας της Αριστοτέλους αποτελεί την κεντρική χειρονομία της οργανωμένης ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης, μετά την πυρκαγιά του 1917 (Εικόνα 1).
Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου ανέλαβε άμεσα την πολιτική ευθύνη ενός βίαιου αστικού εκσυγχρονισμού. Η κοσμοπολίτικη προσέγγιση του αρμόδιου υπουργού Συγκοινωνίας, Αλέξανδρου Παπαναστασίου, διαμόρφωσε το όραμα για «μια καινούργια πολιτεία, ισάξια της ιστορικής της αξίας» (λόγος στη Βουλή, 1919). Με πρωτοβουλίες του, εφαρμόστηκαν τολμηρές θεσμικές καινοτομίες. Ο αναδασμός της αστικής γης με χάραξη νέων οικοπέδων (Εικόνα 2), η απόδοση των νέων ιδιοκτησιών με πλειστηριασμούς, η εξασφάλιση των αναγκαίων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων ήταν εργαλεία που επέφεραν πρωτοφανείς μεταρρυθμίσεις στον ελληνικό πολεοδομικό σχεδιασμό (Καραδήμου-Γερόλυμπου, 1985-86, σ. 98).
Το έργο του αστικού σχεδιασμού ανατέθηκε σε διεθνή επιτροπή, με επικεφαλής τον Ernest Hébrard, στην οποία συμμετείχαν Έλληνες αρχιτέκτονες με διεθνή παιδεία. Ο Κώστας Κιτσίκης, ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, εργάστηκε εφαρμόζοντας τη νέα επιστήμη της πολεοδομίας και εκπόνησε τον οικοδομικό κανονισμό (Κιτσίκης, 1919). Ο Αριστοτέλης Ζάχος είχε ήδη ασχοληθεί με ένα συνολικό πολεοδομικό σχέδιο εξωραϊσμού της Θεσσαλονίκης το 1914 (Καραδήμου-Γερόλυμπου, 1998, σσ. 331-348). Υποστήριξε την υιοθέτηση μιας ελληνικής νεοβυζαντινής αρχιτεκτονικής και είχε πολυσχιδή δράση στην αποκατάσταση και κατασκευή χριστιανικών μνημείων στη Θεσσαλονίκη.
Η κυρίαρχη συμβολή των Γάλλων προέκυψε σε μια ταραγμένη περίοδο. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν έδρα της Στρατιάς της Ανατολής των συμμάχων. Ο Hébrard υπηρετούσε ως επικεφαλής της γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής. Ως απόφοιτος της σχολής των Beaux Arts είχε τιμηθεί με το «Βραβείο της Ρώμης» για την αποκατάσταση του Παλατιού-Πόλης του Διοκλητιανού στο Σπλιτ (Εικόνα 3). Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολεοδομία, που εκφράστηκε στην πρόταση για μιαν ουτοπική μητρόπολη (Εικόνα 4), «Ένα Παγκόσμιο Κέντρο Επικοινωνίας» (Andersen & Hébrard, 1913). Με την ανάθεση του έργου της ανοικοδόμησης απέκτησε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Για τη νεότερη αναλυτική διερεύνηση του έργου του Hébrard, έργο αναφοράς είναι η διατριβή της Αλέκας Καραδήμου-Γερόλυμπου (Καραδήμου-Γερόλυμπου, 1985-86), καθώς και προηγηθέντα άρθρα των Χ. Τσιλαλή (1976, σσ. 70-74) και Ν. Καλογήρου (1983, σσ. 84-97). Ο κατάλογος της έκθεσης του Β. Κολώνα «Θεσσαλονίκη 1912-2012. Η αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας» (Κολώνας, 2012) έφερε στο φως αρκετά σχέδια για την αρχιτεκτονική διάσταση της ανοικοδόμησης. Μαζί με τον Hébrard εργάστηκαν στρατιωτικοί μηχανικοί, όπως ο Joseph Pleyber, με κρίσιμο ρόλο στα λιγότερο ορατά, αλλά εξίσου ουσιώδη θέματα των υποδομών. Ο Pleyber παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη. Διατύπωσε αξιόλογες προτάσεις και υλοποίησε εκλεκτικιστικές οικοδομές (Pleyber, 1934).
Αρχικά είχε κληθεί ως υπεύθυνος του σχεδιασμού ο Άγγλος Thomas Mawson, ένας διάσημος αρχιτέκτονας τοπίου, με υλοποιημένο και συγγραφικό έργο για την «Αστική Τέχνη» (Mawson, 1911). Η καθυστερημένη και σύντομη παραμονή του περιόρισε τη συμβολή του σε μια εναλλακτική προκαταρκτική μελέτη με έμφαση στις υποδομές, που προέβλεπαν μετρό, εμπλουτισμένους ανοιχτούς χώρους, πάρκα και προάστια-κηπουπόλεις.
Κοινοτική vs Οικονομική ανθρωπογεωγραφία
Στο ιστορικό κέντρο επιβίωναν παραδοσιακές γειτονιές, που διατηρούσαν έναν κοινοτικό-θρησκευτικό χαρακτήρα, με οργανικές διαδρομές και νησίδες. Αποτελούσαν κύτταρα μιας πολυπολιτισμικής πόλης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Χάρτης 2).
Οι αλλαγές υπήρξαν ραγδαίες, εξαιτίας της ριζοσπαστικής πολεοδομικής πολιτικής που υιοθετήθηκε. Στην περίπτωση της Αριστοτέλους, η εβραϊκή κοινότητα υπέφερε άμεσα και περισσότερο από τις συνέπειες, καθώς τα μέλη της ήταν πολυπληθέστερα στη γειτονική περιοχή.
Ο ανασχεδιασμός μετασχημάτισε την ανθρωπογεωγραφία της κεντρικής περιοχής, οδηγώντας στην καταστροφή των κοινοτικών δομών. Μετά τις πωλήσεις των οικοπέδων με δημοπρασίες πλειοψηφούσαν πλέον οι χριστιανοί (Χάρτης 3). Ωστόσο, αξίζει να τονιστεί ότι η κοινωνικοοικονομική μεταβολή χαρακτηριζόταν από την πλήρη επικράτηση εύρωστων οικονομικά αγοραστών (Χάρτες 4 και 5), ανεξάρτητα από την εθνοθρησκευτική τους καταγωγή (Καλογήρου, 2021, σσ. 35–36).
Συνήθως αποσιωπάται ότι στην ευρύτερη περιοχή οι μουσουλμάνοι, αντιλαμβανόμενοι το αβέβαιο μέλλον, πρακτικά δεν συμμετείχαν στις δημοπρασίες και τελικά απομακρύνθηκαν οριστικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923.
Πράξη 2: Ένας «νεοβυζαντινός» εκλεκτικός τοπικισμός
Χαράξεις-αρχέτυπα
Η ανασύνταξη του ιστορικού παλίμψηστου της Θεσσαλονίκης, εστιασμένη στην εμβληματική χειρονομία της Αριστοτέλους, ενσωμάτωσε νεωτερικά στοιχεία, αναζητώντας παράλληλα το τοπικό στίγμα. Αποτέλεσε μια δομημένη απόπειρα εκσυγχρονισμού και εξελληνισμού μιας πόλης, που ιστορικά και γεωγραφικά βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Οι μνημειακές συνθέσεις αποτέλεσαν συστατικό στοιχείο του σχεδίου ανοικοδόμησης. Ο Hébrard πρότεινε μιαν αρθρωμένη σύνθεση πλατειών, αξόνων και μεγαλοπρεπών οικοδομημάτων, που απηχούσε διάσημα ιστορικά πρότυπα της ευρωπαϊκής πολεοδομίας.
«Στη χάραξη του νέου σχεδίου λήφθηκαν υπόψη τα ιστορικά μνημεία. Αυτά, πολυάριθμα και πολύ όμορφα, απελευθερώθηκαν διακριτικά. Ειδικές διαδρομές, πλατείες, κήποι που προορίζονται να δημιουργήσουν ένα κατάλληλο πλαίσιο, τα αξιοποιούν. Όλες οι κατασκευές με αισθητικό ή ιστορικό ενδιαφέρον διατηρήθηκαν —ακόμη και τα τζαμιά και τα χαμάμ— για να υπενθυμίζουν το παρελθόν της Θεσσαλονίκης, που ήταν συχνά η πολυπόθητη πόλη» (Hébrard, 1927, σ. 100).
Ο κεντρικός μνημειακός άξονας συνέδεε την παραλιακή πλατεία με τις διαμορφώσεις εμπρός από τη Βασιλική του Αγίου Δημητρίου (Εικόνα 5). Επίκεντρο ήταν η μεγάλη «Αστική Πλατεία» επάνω από την οδό Εγνατία (Εικόνα 6). Εδώ προβλεπόταν η ανέγερση του Δημαρχείου και των δικαστηρίων. Η καμπύλη απόληξή της οδηγούσε σε μια θριαμβική Αψίδα. Η πρόταση για το Δημαρχείο ήταν το αξιολογότερο παράδειγμα δημόσιου κτιρίου, με τον σχεδιασμό ενός ανεξάρτητου περίκλειστου συγκροτήματος γύρω από κεντρικό αίθριο. Οι μορφές του διακόσμου παρέπεμπαν σε εκλεκτικά παρισινά πρότυπα με βυζαντινές αναφορές. Η κατασκευή του προπλάσματος του Δημαρχείου απεικονίζει εποπτικά το (χαμένο) εμβληματικό δημόσιο τοπόσημο. Τα προπλάσματα του Δημαρχείου και των οικοδομών της οδού Αριστοτέλους, όπως είχαν αρχικά σχεδιαστεί, δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο εντατικού εργαστηρίου του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ (με την επίβλεψη των διδασκόντων Ν. Καλογήρου, Μ. Δούση, Δ. Κονταξάκη, Μ. Νομικού Σ. Κωτσόπουλου και τη συνεργασία των Στ. Αλιφραγκή, Ερ. Χοντολίδου, και των υπαλλήλων του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης Γ. Μιχαήλ, Ν. Μαραντζίδη και Αν. Στεφανίδη).
Η μεγάλη Αστική Πλατεία και τα προβλεπόμενα μνημειακά δημόσια κτίρια δεν υλοποιήθηκαν, καθώς ο τόπος συνέπιπτε με την Ρωμαϊκή Αγορά, που αποκαλύφθηκε αργότερα και αναδείχθηκε ως αρχαιολογικός χώρος. Εδώ, η οξυδερκής αίσθηση της κεντρικότητας του Hébrard, που ως αρχαιολόγος είχε επίγνωση της στρατηγικής θέσης, κατέληξε στην απώλεια μιας ευρωπαϊκής κεντρικής πλατείας. Με απρόβλεπτο, ίσως, τρόπο οδήγησε στην ανάκτηση του κρυμμένου στο υπέδαφος θησαυρού της αρχαίας αγοράς.
Στην απόληξη του άξονα αρχικά προβλεπόταν περίοπτος ναός, στο πρότυπο της Sacré-Cœur, που θα αντικαθιστούσε τον κατεστραμμένο Άγιο Δημήτριο. Αργότερα προτάθηκαν εκλεκτικιστικά μνημεία, όπως ένας ναός-μνημείο της Νίκης ή το Δημαρχείο του Κιτσίκη. Τελικά, προκρίθηκε η κομψότερη λύση της ανοιχτής προοπτικής προς την Άνω Πόλη.
Η παραλιακή piazzetta και ο Όλυμπος
Η παραλιακή πλατεία Αριστοτέλους (Εικόνα 7), με πρότυπο την Piazzetta της Βενετίας, αξιοποιεί την καθοριστική θέαση του Ολύμπου. Σύμφωνα με τον σύγχρονο του Hébrard ιστορικό της πολεοδομίας, Pierre Lavedan: «Η διεύθυνσή της καθορίστηκε από την επιθυμία να επιλεγεί μια προοπτική, και ποια προοπτική! Όχι μνημειακή, δηλαδή ανθρώπινη, αλλά σχεδόν υπερφυσική: το όρος Όλυμπος, η κατοικία των θεών» (Lavedan, 1933, σ. 154). Μέσα στις σημερινές ατμοσφαιρικές συνθήκες, το νοηματικό συμπλήρωμα της απόληξης είναι μόνο κατ’ εξαίρεση ορατό (Εικόνα 8). Όπως εύστοχα σχολιάζει ο Λόης Παπαδόπουλος (2021, σ. 148): «η έκλειψη του Ολύμπου είναι ένα μείζον αστικό ατύχημα».
Η επεξεργασμένη κλιμάκωση του θαλάσσιου μετώπου στην προκυμαία και η σύνθετη ογκοπλασία των οικοδομών στις παρειές της πλατείας απλοποιήθηκαν με σημαντική αύξηση της δόμησης στον νεότερο κανονισμό του 1954. Ο προταθείς έφιππος κεντρικός ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατά τα πρότυπα των παρισινών βασιλικών πλατειών, υλοποιήθηκε τελικά στον άλλο άξονα του σχεδίου, που ξεκινά από τη Νέα Παραλία και καταλήγει στο ΑΠΘ.
Μερική υλοποίηση του οράματος και παραλλάξεις
Η εικονογραφία της μεγάλης χειρονομίας υλοποιήθηκε σε τμήμα της Αριστοτέλους (Εικόνα 9), ενώ αρχικά το σχέδιο προέβλεπε τον κεντρικό σχεδιασμό των όψεων σε μεγάλη έκταση της πυρικαύστου ζώνης, κατά μήκος κεντρικών οδών και γύρω από κεντρικές πλατείες. Οι μεσοπολεμικές οικοδομές μαρτυρούν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του άξονα. Κατασκευάστηκαν ακολουθώντας εκλεκτικά ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι ρυθμικές υποχρεωτικές προσόψεις παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ποικιλία με διαφοροποιήσεις στις γωνιακές οικοδομές, κλιμάκωση όγκων με διαίρεση σε βάση, κορμό και στέψη, καθώς και ειδικούς χειρισμούς επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων, που περιλαμβάνουν εναλλαγές πεσσών, κιόνων, εξωστών, έρκερ και ανοιγμάτων. Τα τοπικά μορφολογικά στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με την εκδηλωμένη πολιτική βούληση χαρακτηρίζονταν ως «νεοβυζαντινά», αποτελούν κολάζ ιστορικών μορφών, ενταγμένων στην πρακτική του εκλεκτικισμού και ιδιαίτερα του οριενταλισμού, που παρέμενε ισχυρός στις γαλλικές περιφερειακές και αποικιακές αρχιτεκτονικές εκφράσεις της εποχής.
Τα σχέδια των οικοδομών έγιναν από γνωστούς αρχιτέκτονες. Επεξεργασμένα και καλαίσθητα, συγκροτούν λεπτομερείς παραλλαγές έκφρασης, στο πλαίσιο ενός μοναδικού, για τα ελληνικά δεδομένα, ενιαίου συνόλου αστικής αρχιτεκτονικής. Οι οικοδομές της Ισραηλιτικής Κοινότητας (1924) και του Επαγγελματικού-Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου (1933), στη βορειοδυτική απόληξη του άξονα, μελετήθηκαν από σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής, τον Μαξ Ρούμπενς και τον Αντώνιο Νικόπουλο αντίστοιχα. Αποτελούν το μοναδικό ολοκληρωμένο μέτωπο οικοδομικού τετραγώνου, κατασκευασμένο σύμφωνα με την αρχική αστική σκηνογραφία. Μας δίνουν σήμερα ένα ευδιάκριτο απόσπασμα του οράματος του Hébrard για την κεντρική λεωφόρο (Εικόνα 10).
Παρά τις φιλόδοξες προθέσεις, η υλοποίηση του άξονα, ιδιαίτερα στο παραθαλάσσιο τμήμα του, καθυστερούσε. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εισηγήθηκε με πραγματισμό ένα αναθεωρημένο διάταγμα (1954). Καθιέρωσε σημαντική αύξηση της δόμησης, απλοποιημένους όγκους και ελαχιστοποιημένα διακοσμητικά στοιχεία (τα επίσημα σχέδια υπογράφει ο αρχιτέκτων Γ. Χριστόπουλος, 1954). Η ρύθμιση κατάφερε να κινητοποιήσει το εργολαβικό ενδιαφέρον και να εντάξει την περιοχή στο ιδιότυπο κύκλωμα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.
Η πρωτοβουλία του Καραμανλή σηματοδότησε την τελική υλοποίηση της Αριστοτέλους και ιδιαίτερα της παραθαλάσσιας πλατείας. Έτσι, ολοκληρώθηκε μια υβριδική αστική σκηνογραφία, που απηχεί τη, χαμένη σήμερα, αστικότητα της νεοελληνικής Θεσσαλονίκης. Η ημικυκλική απόληξη της πλατείας εκφράζει εύλογα αυτή τη δυαδικότητα. Το κινηματοθέατρο Ολύμπιον (1938-1950), του αρχιτέκτονα Ζακ Μωσσέ, είναι από τις τελευταίες οικοδομές που ακολούθησαν τις αρχικές προδιαγραφές. Συνδέεται άμεσα με την καλλιτεχνική ιστορία της Θεσσαλονίκης, ως έδρα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Το γειτονικό ξενοδοχείο «Ηλέκτρα Παλλάς» (1960-1972) μελετήθηκε στη δεκαετία του ’60 από τους μοντέρνους αρχιτέκτονες του ΕΟΤ (Φίλιππος Βώκος, Άρης Κωνσταντινίδης, Νίκος Απέργης). Διακρινόταν, ιδιαίτερα στην αρχική του μορφή, από την αφαιρετική ερμηνεία των νέων κανονισμών.
Η μορφή του εκλεκτικού τοπικισμού, που προκρίθηκε ως επίσημη αρχιτεκτονική γλώσσα στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης ήταν τελικά μια δυτική προσέγγιση της Ανατολής, συνδεμένη με την αγάπη για το εξωτικό. Η εισαγωγή των δυτικών προτύπων επιχείρησε να διαπραγματευτεί με την απήχηση της βυζαντινής, οθωμανικής και εβραϊκής κληρονομιάς. Η χρήση των τοπικών στοιχείων μπορεί να θεωρηθεί ως προπομπός της αναζήτησης της ελληνικότητας, που εκφράστηκε στο έργο πολλών αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών και διανοουμένων στα χρόνια που ακολούθησαν. Ωστόσο, οι επιρροές της εμβληματικής αρχιτεκτονικής έκφρασης της Θεσσαλονίκης, υπήρξαν περιορισμένες. Ελάχιστα έργα δημόσιας και ιδιωτικής αρχιτεκτονικής υιοθέτησαν τις νεοβυζαντινές μορφές της Αριστοτέλους. Στην εκλεκτική προσέγγιση της εποχής επικράτησαν ετερόκλητες πολιτισμικές επιρροές με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Αγορές: από τα παζάρια της Ανατολής στο «mall» του Μοδιάνο
Οι παραδοσιακές αγορές Βλάλη και Βατικιώτη πλαισιώνουν τον άξονα της Αριστοτέλους. Στην αρχική πρόταση ήταν δημοτικές αγορές με ιδιαίτερα επεξεργασμένο αστικό σχεδιασμό και οργανωμένη δόμηση. Στην πράξη, δημιουργήθηκαν μικρά ομοιόμορφα ιδιωτικά καταστήματα με ενιαία αρχιτεκτονική έκφραση, σχεδιασμένα από τον Hébrard. Τα μπαζάρ παραμένουν διαχρονικά ιδιαίτερα δημοφιλή. Διατηρούν ένα άρωμα Ανατολής, ως σημεία συνάντησης του τοπικού πληθυσμού και των επισκεπτών. Η ατμόσφαιρά τους, παρά την τουριστική εξωτική εικόνα, που βαθμιαία επικρατεί, παραπέμπει άμεσα στην ιδιαίτερη ταυτότητα της πολυπολιτισμικής πόλης.
Η «Κεντρική Στοά» (Jacques Oliphant, 1922-1925) ακολουθεί την τυπολογία της στεγασμένης στοάς-αγοράς ευρωπαϊκού τύπου και υλοποιήθηκε από τον Ελί Μοδιάνο, κύριο και μηχανικό του έργου. Με την προσεκτική πρόσφατη αποκατάσταση (Μ. Παπανικολάου κ.ά., 2019-2022) επιδιώχθηκε να γίνει κινητήρας ενός εξευγενισμού της περιοχής. Ωστόσο, η, εκ των πραγμάτων, αναίρεση του λαϊκού τοπικού χαρακτήρα που είχε επικρατήσει σταδιακά στο χώρο πιθανότατα οδηγεί προς μια ιδιότυπος μικροαστικός εξευγενισμός, που, εν μέρει, αναιρεί την διαμορφωμένη ταυτότητα και απομειώνει το κοινωνικό κεφάλαιο.
Ανάλογες προσπάθειες με αντίστοιχη λογική είχαν ήδη προηγηθεί στο πρόγραμμα αστικής ανάπλασης (στέγασης) των αγορών που επιχειρήθηκε στο πλαίσιο του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 1997.
Ο πολιούχος Άγιος Δημήτριος: η ανάκτηση μιας νέας βυζαντινής βασιλικής
Στην ανώτερη απόληξη της Αριστοτέλους, η διαχείριση του ερειπωμένου ναού του Αγίου Δημητρίου αποτέλεσε αντικείμενο μακρόχρονης διαμάχης μεταξύ του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου και του αρμόδιου για την αρχαιολογική έρευνα Γεωργίου Σωτηρίου. Ο Σωτηρίου, μαζί με τον Hébrard, επιθυμούσαν την μερική αποκατάσταση, προτείνοντας έναν αρχαιολογικό χώρο-μουσείο έναν «σεμνόν ερειπιώνα, Παρθενώνα της χριστιανικής τέχνης» (Σωτηρίου, 1917/2017, σ. 11).
Αντίθετα ο Ζάχος, επιζητώντας την ανάκτηση μιας ιδεατής «αρχικής μορφής», πρότεινε τη συνολική «ανοικοδόμηση» και την ένταξη του ναού (Εικόνα 11) σε μιαν ευρύτερη αστική σύνθεση (βλ. σχετικά Σωτηρίου και Σωτηρίου, 1952). Η αναβίωση ήταν μια αρχαιολογική ουτοπία δύσκολα αποδεκτή, ακόμη και τότε, σύμφωνα με τη λεγόμενη «επιστημονική αποκατάσταση». Ωστόσο, σήμερα, ο Άγιος Δημήτριος αποτελεί τη σημαντικότερη υλοποίηση του οράματος ανάκτησης της μεγαλοπρεπούς βυζαντινής παράδοσης. Η ανοικοδόμηση μιας ουσιαστικά νεοβυζαντινής βασιλικής ήταν ιδεολογικά σύμφωνη με την κυρίαρχη αντίληψη της κυβέρνησης και του δυναμικού μητροπολίτη Γενναδίου, που επιδίωξαν την ανασηματοδότηση μιας «βυζαντινής» ταυτότητας για τη νεοελληνική Θεσσαλονίκη.
Πράξη 3: Αριστοτέλους σήμερα!
«Πώς θα ζήσουμε μαζί;» στον άξονα της Αριστοτέλους
Ο επιμελητής της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας του 2021, Hashim Sarkis, διατύπωσε το ερώτημα, αναζητώντας ένα κοινωνικό συμβόλαιο για χώρους που διαμορφώνονται μέσα στο περιβάλλον εντεινόμενων οικονομικών, πολιτισμικών και κοινωνικών ανισοτήτων.
Η ελληνική συμβολή επικεντρώθηκε στον άξονα της Αριστοτέλους, που σχεδιάστηκε αρχικά ως «Λεωφόρος της Κοινωνίας των Εθνών». Σήμερα, λειτουργεί ως αστικός συμπυκνωτής για διαφορετικές χρήσεις και δραστηριότητες.
Η έκθεση στο ελληνικό περίπτερο της Βενετίας διευθετήθηκε ως «κολάζ» από «pixel», που αναρτήθηκαν σε γραμμικό ικρίωμα. Δημιουργήθηκε ένα εσωτερικό «μέτωπο», παράλληλο στη «νεοβυζαντινή» πρόσοψη, που αναφερόταν υπαινικτικά στις στοές της Αριστοτέλους. Η νοηματική σύλληψη περιλάμβανε μια αφήγηση με τη μορφή ακολουθίας κόμικ-φωτορομάντζου. Τα συνθετικά κύτταρα περιλάμβαναν αποσπώμενα τευχίδια-«pixels» που υποστήριζαν το σενάριο της έκθεσης. Οι επισκέπτες μπορούσαν να τα πάρουν κατ’ οίκον σε μια διαδικασία «take away» που ανταποκρινόταν στη συγκυρία της πανδημίας.
Στον χώρο φιλοξενήθηκαν προτάσεις προσκεκλημένων εργαστηρίων από τις αρχιτεκτονικές σχολές της χώρας, τα οποία παρουσιάζονται αναλυτικά στον σχετικό κατάλογο (Καλογήρου κ.ά., 2021, σσ. 166-209). Τα εκθέματα μεταφέρθηκαν και εκτέθηκαν σε ανεξάρτητες «βαλίτσες».
Η περιβαλλοντική συνιστώσα
Ο έντεχνος διαχωρισμός του εμβληματικού περιπάτου από τα μεγάλα ρεύματα κυκλοφορίας φανερώνει την πρώιμη περιβαλλοντική προσέγγιση του Hébrard, με μια συνειδητή προσαρμογή στα γεωγραφικά και κλιματικά δεδομένα του τόπου. Ο άξονας σήμερα αποτελεί έναν διάδρομο που συνδέει δύο στοιχεία του τοπίου: την ακρόπολη και τον Θερμαϊκό. Στοές, φυτεύσεις και ανοιχτοί χώροι προσελκύουν τους ανθρώπους, αλλά και την φυσική-αστική χλωρίδα και πανίδα. H εμπειρία της Αριστοτέλους μοιάζει να αλλάζει δραματικά με την πεζοδρόμηση του οδικού άξονα και τον οριστικό αποκλεισμό του ΙΧ αυτοκινήτων από την κάθετη κυκλοφορία, με το έργο ανάπλασης της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας (1997). Μοναδική ανάμνηση της προγενέστερης κατάστασης είναι πλέον οι επιστολικές κάρτες και τα κινηματογραφικά έργα της εποχής.
Το συνεργατικό e-εργαστήριο, που συντονίστηκε από την Ελένη Αθανασιάδου, την Αθηνά Βιτοπούλου και την Γαρυφαλλιά Κατσαβουνίδου, χαρτογράφησε με δυναμικό οπτικοακουστικό υλικό τις οικο-κοινωνικο-χωρικές διασταυρώσεις που ευδοκιμούν σήμερα στην αστική τομή της Αριστοτέλους (Αθανασιάδου, Βιτοπούλου & Κατσαβουνίδου, 2021, σσ. 168-173).
Οι φυλές της Αριστοτέλους
Η έλευση προσφύγων στη Θεσσαλονίκη είχε παρατηρηθεί κατ’ επανάληψη στη μακρά χρονική διάρκεια, λόγω της κομβικής γεωχωρικής θέσης της πόλης. Οι σεφαρδίτες Εβραίοι από την Ισπανία το 15ο αιώνα και οι Έλληνες πρόσφυγες μετά το 1922 εμπλούτισαν τον διαπολιτισμικό αστικό κοινωνικό σχηματισμό.
Το βόρειο τμήμα του άξονα της Αριστοτέλους προσέλκυσε, τις τελευταίες δεκαετίες, μετανάστες της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ασίας. Εδώ, τα νεότερα προσφυγικά ρεύματα της Μέσης Ανατολής βρήκαν ευνοϊκές συνθήκες προσωρινής παρουσίας.
Η πολυπολιτισμική ταυτότητα της πόλης εκφράζεται σήμερα προσαρμοζόμενη στις εξελισσόμενες συνθήκες. Χρήστες και περιηγητές, που συχνάζουν στην Αριστοτέλους, καταλαμβάνουν επιλεκτικά επιμέρους περιοχές: αυτόχθονες, επισκέπτες, μετανάστες, εργαζόμενοι. Παρά τις επιφάσεις δυτικής αστικότητας, το πλήθος κινείται διαφορετικά από τους περιπατητές-flâneurs της κεντρικής Ευρώπης (Εικόνα 12). Ένα άρωμα Ανατολής-Βαλκανίων και ελληνικής επαρχίας πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ειδικά στο ΒΔ τμήμα, την παλιά «Αστική Πλατεία», παρατηρούνται άτυπες, ιδιότυπες και εν πολλοίς ασχεδίαστες μορφές οικειοποίησης του δημόσιου αστικού χώρου που συμπληρώνουν την «επίσημη» όψη της πόλης με ανεπίσημες δράσεις
Πολιτική λειτουργία
Ο κεντρικός άξονας διευκολύνει τις δράσεις κομματικών, συνδικαλιστικών και άλλων συλλογικοτήτων. Μεγάλες συγκεντρώσεις φιλοξενήθηκαν την πρώτη μεταπολεμική περίοδο στην πλατεία, κεντρικό τόπο πολιτικής-κοινωνικής έκφρασης (Εικόνα 13). Σήμερα, διαδηλώσεις και πορείες εργατικών συνδικάτων κινούνται στους δημόσιους χώρους της περιοχής.
Το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (1917), προϊόν σημαντικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ήδη από τη δημιουργία (1909) της «Φεντερασιόν»-Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας Θεσσαλονίκης, στεγάζεται επί του άξονα από το 1937, στο Μέγαρο Τέτου, που αντικαταστάθηκε αργότερα από το σύγχρονο μέγαρο.
Τελετές
Για τον εορτασμό εθνικών επετείων, από τα στρατιωτικά αγήματα στην παραλιακή λεωφόρο και στην Εγνατία της μετεμφυλιακής περιόδου ως τις μαθητικές παρελάσεις στην Τσιμισκή, ο άξονας της Αριστοτέλους αποτελεί κομβικό σταυροδρόμι.
Η εμβληματική βασιλική του Αγίου Δημητρίου αποτελεί μείζονα θρησκευτικό πόλο έλξης. Οι εορτασμοί περιλαμβάνουν επιβλητικές ακολουθίες, λιτανείες, υποδοχές ιερών κειμηλίων και λειψάνων. Οι πανηγυρικές δοξολογίες στις εθνικές επετείους της Θεσσαλονίκης επικεντρώνονται στην περιοχή.
Το ειδικό θρησκευτικό βάρος του ναού του στρατιωτικού αγίου της Θεσσαλονίκης τον εγγράφει στη συλλογική συνείδηση ως ξεχωριστό πολιτιστικό και λατρευτικό προορισμό. Όλες οι θρησκευτικές τελετές αποκτούν εδώ ειδική φόρτιση.
Κοινωνικές-καλλιτεχνικές δράσεις
Ενταγμένες στις κεντρικές λειτουργίες, πολλές κοινωνικές και καλλιτεχνικές δράσεις υλοποιούνται εδώ. Ως συλλέκτες κοινωνικών γεγονότων, ο άξονας και η πλατεία συνιστούν ιδεώδη πλαίσια προβολής τους. Για την εξυπηρέτησή τους απαιτούνται προσωρινές εγκαταστάσεις, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που προσφέρουν οι ελεύθεροι χώροι.
Ένα μείζον καλλιτεχνικό γεγονός, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, έχει ως έδρα το «Ολύμπιον» επί της πλατείας Αριστοτέλους. Η παρουσία χώρων θεαμάτων έχει εδώ μια ιστορία. Πριν ολοκληρωθεί το μέτωπο, υπήρχαν θερινοί κινηματογράφοι στα αδόμητα οικόπεδα της piazzetta, «προαναγγέλλοντας» κατά μία έννοια την άφιξη του Φεστιβάλ. Η περιοχή της παραθαλάσσιας πλατείας αποτελεί επίκεντρο του εορτασμού των Χριστουγέννων με τον ανάλογο διάκοσμο.
Χώροι εστίασης-αναψυχής: «αξιοποίηση;» του δημόσιου χώρου
Η υπαίθρια ψυχαγωγία αποτελεί εγγενή παράδοση στους μεσογειακούς πολιτισμούς. Στη Θεσσαλονίκη παρέχονται άπειρες επιλογές καφέ και φαγητού. Τα σημεία εστίασης έχουν εξελιχθεί από τα παραδοσιακά καφενεία-ταβέρνες προς τις σύγχρονες τυποποιημένες αλυσίδες.
Ο περιμετρικός χώρος της πλατείας καταλαμβάνεται από μόνιμα περίπτερα-στέγαστρα. Η δημοφιλία του άξονα, συνδυασμένη με την ανοχή των παραβάσεων, περιορίζει την ελεύθερη προσβασιμότητα. Η αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ εμπορικής αξιοποίησης και δημόσιας οικειοποίησης δεν είναι μόνο φυσική-σωματική αλλά και άυλη-συμβολική υπόθεση. Η προβληματική διαχείριση και η ατελής συλλογική συνείδηση σε θέματα κοινόχρηστου χώρου συμβάλλουν στην απαξίωση της σκηνής της δημόσιας ζωής. Παρά τις δυσλειτουργίες, η αυτοοργάνωση των εγκαταστάσεων ψυχαγωγίας και το πλήθος των πελατών εκφράζουν τις ιδιαίτερες χροιές μιας «θορυβώδους» ελληνικής κουλτούρας.
Έξοδος
Είναι ευτυχής συγκυρία ότι ο άξονας της Αριστοτέλους φέρει το όνομα του πολυμερούς αρχαίου φιλοσόφου (Εικόνα 14). Σύμφωνα με την εμβληματική παρατήρησή του, «ο άνθρωπος είναι πολιτικό (ζώ)ον». Η πολυαναφερόμενη διατύπωση υπογραμμίζει τη συμβίωση των πολιτών σε κοινότητες, παραπέμποντας σε αναζητήσεις σχετικές με την ανθρώπινη φύση και τον δημόσιο χώρο.
Η αντιληπτική οργάνωση του άξονα έγινε πιο ορατή στην πανδημία, όταν αυτός λειτούργησε ως χώρος μερικής σιωπηλής εκτόνωσης. Ωστόσο, ο πολύβουος χαρακτήρας του αναιρέθηκε. Ο χρόνος φαινόταν ακίνητος, δημιουργώντας την αίσθηση αστικής ερήμου (Εικόνα 15). Αναπάντεχα, ο πρωταρχικός χαρακτήρας του φάνηκε να αναβιώνει, καθώς η διαχρονική αδιόρατη παρουσία του παρελθόντος εμφανιζόταν καθαρότερα. Στους χώρους της Αριστοτέλους, αδιόρατες προοπτικές και παρουσίες αναδείκνυαν αποκαλυπτικές «μεταφυσικές» αναφορές. Στις εικόνες-στιγμιότυπα της πανδημίας ανακλήθηκαν μνήμες από τα αρχικά προοπτικά σχέδια του Hébrard (Εικόνα 11), όπου γλυπτά και κήποι περιβάλλονταν από αρθρωμένες προσόψεις, χωρίς ανθρώπινες παρουσίες. H κεντρική Θεσσαλονίκη προσομοίαζε με αστικό μουσείο, κλειστό στο κοινό. Οι μοναχικοί περιπατητές με μάσκες, ως φιγούρες χωρίς πρόσωπο του Ντε Κίρικο (Εικόνα 16), μέσα στο ζοφερό κλίμα των ακυρωμένων διανθρώπινων επαφών, υπογράμμιζαν, κατά παράδοξο τρόπο, την πολύτιμη αξία ενός δημόσιου χώρου που διανύουμε καθημερινά, πλαισιωμένοι από την εμβληματική σκηνογραφία της κλασικής πολεοδομίας.
Όπως εύστοχα επισημαίνουν ο Τζώνης και η Lefaivre (2021, σσ. 160-162), ο Hébrard, στο πνεύμα της παρισινής École des Beaux-Arts, ενσωμάτωσε στο έργο του διαχρονικές ουμανιστικές ποιότητες. Αυτές επικρατούσαν τότε σε ένα ίδρυμα που φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, συντηρητικό και μορφοκρατικό. Στις προτάσεις του, ο Hébrard υιοθέτησε (Tzonis & Lefaivre, 1986) την αριστοτέλεια «Ποιητική», που διδασκόταν στη Σχολή των Καλών Τεχνών, ως κλασικό πρότυπο μιας καθολικής τριμερούς σύνθεσης με αρμονική διάταξη των «μερών»: της «αρχής, μέσης και τέλους», που είναι οργανωτικά στοιχεία της τραγωδίας. Με αντίστοιχη χωρική μεταφορά τους, ο κεντρικός άξονας της Θεσσαλονίκης σχεδιάστηκε, κατ’ αναλογία, για να αρθρώσει αρχέτυπα κτιρίων, ανθρώπων, δράσεων, στοιχεία με συνεκτική χωροχρονική ακολουθία που μπορούν να βιώνονται με διαλεκτικό τρόπο στο θέατρο των μελλοντικών εξελίξεων.
Είναι αντίστοιχη η επισήμανση του Δημήτρη Καιρίδη, ότι η Αριστοτέλους δημιουργήθηκε ως «επινοημένη παράδοση» τον εικοστό αιώνα, σύμφωνα με την οπτική του Eric Hobsbawm (Hobsbawm & Ranger, 1983, σ. 1). Ο μοντέρνος άξονας της Θεσσαλονίκης, που για τον αμύητο περαστικό προσομοιάζει με αρχαία οδό, είναι «το ρήγμα που έγινε γέφυρα» (Καιρίδης, 2021, σ. 137).
Στο ευρύτερο πλαίσιο, η ενδελεχής έρευνα αρχείου και πεδίου που επιχείρησα, διερευνώντας «Το Παλίμψηστο της Αριστοτέλους» (Καλογήρου, 2021) απομόνωσε ως συστατικά στοιχεία της επιδιωχθείσας μορφής αυτού του χαρακτηριστικού αστικού τοπίου της νέας Θεσσαλονίκης τα «βυζαντινά οράματα» και τον «εκλεκτικό τοπικισμό».
Συνοψίζοντας: Στο τοπίο της νεοελληνικής Θεσσαλονίκης, οι δημιουργοί του, πολιτικοί και αρχιτέκτονες, προέκριναν υβριδικές προοπτικές, ανταποκρινόμενες σε ιδεατές προβολές του παρελθόντος. Μοντέρνες οικοδομές, εμπλουτισμένες με κλασικά-βυζαντινά γραφιστικά, εκφράζουν πλαστικά μιαν αέναη, κυκλικά επαναλαμβανόμενη διαχρονία, όπου διακρίνονται οι απηχήσεις από βασιλικές πλατείες και ενιαίες παρισινές προσόψεις, στα άμεσα βιώματα του Hébrard.
Η σημερινή δυναμική αλλά ανισότροπη οικειοποίηση του χώρου δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τη διαχείρισή του μέσα από διαφαινόμενες προοπτικές «ανάπλασης». Οι υπαρκτοί κίνδυνοι ενός lifestyle αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού και ενός μικροαστικού εξευγενισμού δεν πρέπει να αναιρέσουν τα οράματα του Hébrard και των φωτισμένων αστών πολιτικών του μεσοπολέμου. Ανεξάρτητα από την ποιότητα των προτάσεων, το γεγονός ότι ανά τακτά διαστήματα, όπως και παλαιότερα στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, η πόλη νιώθει την ανάγκη να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με αυτόν τον πλούσιο ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χώρο μάλλον λειτουργεί προς επίρρωση του ερωτήματος που διατυπώνεται εδώ.
Είναι πιθανόν ότι ήδη διαφαίνεται μια εικόνα δυστοπικού μέλλοντος, όπου κάθε επικοινωνία είναι εικονική;
Η αρχιτεκτονική έρευνα και πρακτική πρέπει επειγόντως να αναζητήσει εναλλακτικά βιώσιμα αρχέτυπα για τον δημόσιο χώρο.