Η σταδιακή αποβιομηχάνιση της Θεσσαλονίκης
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η Θεσσαλονίκη παρουσίαζε δυναμισμό, επίπλαστο όμως και εύθραυστο: στήριζε την ανάπτυξή της σε μια οικονομία χαμηλού κόστους εργασίας, χωρίς μεγάλες προοπτικές. Αυτό είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας συνολικά, η οποία είναι προσανατολισμένη στη λεγόμενη «φθηνή ανάπτυξη» (Λαμπριανίδης, 2024, σσ. 82-83): χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, όπως και της πολιτιστικής κληρονομιάς, απουσία έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας κ.ά. Παράγωγα της «φθηνής ανάπτυξης» είναι η κοινωνική και οικονομική υποβάθμιση.
Aπό τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η οικονομία της Θεσσαλονίκης διαγράφει πορεία σχετικής αποδυνάμωσης. Αρκετές από τις δυναμικές επιχειρήσεις της εξαγοράζονται, και τα κεντρικά γραφεία τους μεταφέρονται στην Αθήνα, ενώ άλλες υπολειτουργούν, κλείνουν ή μετεγκαθίστανται στα Βαλκάνια. Το εργατικό κόστος σταδιακά αυξάνεται, όπως και ο ανταγωνισμός από άλλες φθηνότερες αγορές, και η πόλη (όπως και η χώρα) αποτυγχάνει να αναβαθμιστεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Έτσι, η προκύπτουσα αποβιομηχάνιση έχει καταστεί ιδιαίτερα έντονη, με αποτέλεσμα:
- Ο αριθμός επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης στη μεταποίηση έπεσε από 12,7% της χώρας το 2002 σε 11,3% το 2021, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων της μεταποίησης από 7% της χώρας το 2011 έπεσε σε 6,4% το 2021, ενώ ο αριθμός των απασχολουμένων στις επιχειρήσεις μεταποίησης από 12,2% της χώρας το 2011 έπεσε σε 12% το 2021 (Γραφήματα 1, 2 και 3).
- Το ποσοστό απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα μειώθηκε από 32,3% το 1993 σε 15,7% το 2013, και σήμερα σε 13%, αλλά παραμένει πολύ υψηλότερο από της Αττικής (10%) και από τον μέσο όρο της χώρας (9%), ενώ το ΑΕΠ κατά κεφαλή της Θεσσαλονίκης αντιστοιχεί σε 83,4% του μέσου όρου της χώρας και μόλις σε 62,5% της Αττικής1 (Γραφήματα 4, 5 και 6).
Παράλληλα παρατηρείται υποχώρηση της πόλης σε χαρακτηριστικά που είναι κρίσιμα για την επιδίωξη ανάπτυξης: ανεργία επιστημόνων, αδυναμία να προσελκύσει μεγάλες επιχειρήσεις και να συγκρατήσει ακόμη και τις έδρες των επιχειρήσεων που έχουν τη δραστηριότητά τους στη Θεσσαλονίκη, ενώ υποχωρεί η σημασία του λιμανιού και του αεροδρομίου της.
Από την άλλη μεριά, στη δεκαετία του ’90 παρουσιάζεται μια σημαντική ενδυνάμωση της Αθήνας, με τον επαναπατρισμό Ελλήνων επενδυτών στον τομέα της ναυτιλίας σε εταιρείες με έδρα την πρωτεύουσα. Μάλιστα, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, υπήρξε μια μεγάλη ανακατανομή πόρων, που οδήγησε στην εκτίναξη πολλών μεγεθών της Αθήνας. Στην Αθήνα συγκεντρώνεται η οικονομική, κοινωνική και πολιτική ελίτ, η κορυφή των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, καθώς και οι πανελλήνιας εμβέλειας θεσμοί διακυβέρνησης (Χρηματιστήριο κτλ.). Η εγγύτητα σε αυτό το εθνικό —στην ουσία «αθηναϊκό»— καθεστώς διακυβέρνησης συντελεί στην ευκολότερη ανάπτυξη κάποιων επιχειρήσεων της Αθήνας.
Η πρόσφατη εγκατάσταση θυγατρικών μεγάλων ξένων επιχειρήσεων
Η Θεσσαλονίκη έχει αναμφίβολα συγκριτικά πλεονεκτήματα: διαθέτει πλούσιο ιστορικό παρελθόν, αποτελεί άξονα διασύνδεσης και διέξοδο «προς τον κόσμο» για τη Νότια Βαλκανική, είναι η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της χώρας από άποψη πληθυσμιακή και οικονομική, έχει τρία πανεπιστήμια, το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), αξιόλογο λιμάνι, τη ΔΕΘ-Helexpo, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου κτλ. Είναι μια ιδιαίτερα ζωντανή, γοητευτική πόλη, νεανική λόγω της παρουσίας πολλών φοιτητών, με συμπαγές κέντρο, με μεικτές χρήσεις, καλές καιρικές συνθήκες κτλ.
Όλα αυτά καθιστούν τη Θεσσαλονίκη πιο ελκυστική για αυτούς που θέλουν να αξιοποιήσουν το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό της. Έτσι, στην πόλη υπάρχουν clusters της δημιουργικής βιομηχανίας με μεγάλη επιτυχία, κυρίως στον κλάδο του design (Beetroot, Dolphin κ.ά.). Παράλληλα, δραστηριοποιούνται σημαντικές εταιρείες τεχνολογίας εγχώριων συμφερόντων, όπως η BETA CAE. Επιπλέον, έχουν δημιουργηθεί τεχνοβλαστοί (spin-offs) από το πανεπιστήμιο, όπως η Exothermia, που αναπτύσσει εργαλεία για τη βελτιστοποίηση των καταλυτών στα αυτοκίνητα.
Θα επικεντρωθούμε σε δυο πρόσφατες τάσεις/συμβάντα, που καλούν σε χάραξη μιας ριζικά διαφορετικής αναπτυξιακής πολιτικής.
Πρώτον, η παρουσία σημαντικού αριθμού ταλαντούχων επιστημόνων, κυρίως στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας, με συγκριτικά χαμηλές αμοιβές. Συγκυριακοί λόγοι (όπως η καταγωγή του CEO πολυεθνικής από την πόλη) και η ποιότητα ζωής (που την κάνει ελκτική στους ταλαντούχους εργαζόμενους και επιπρόσθετα ενδιαφέρει και τα υψηλόβαθμα στελέχη των πολυεθνικών) οδήγησαν τα τελευταία χρόνια ορισμένες πολυεθνικές επιχειρήσεις να δημιουργήσουν κάποια μονάδα τους στη Θεσσαλονίκη (π.χ. Accenture, Deloitte, Pfizer, Cisco,2 Profile Technologies). Αυτή είναι μια πολύ θετική εξέλιξη, σίγουρα αναγκαία, αλλά όχι επαρκής συνθήκη αναπτυξιακής προόδου, αν δεν εμπλουτιστεί με την αύξηση της τοπικά παραγόμενης προστιθέμενης αξίας, των συνεργειών με την υπόλοιπη οικονομία και τη δημιουργία σταθερών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Το σχετικά φτηνό εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που παρέχει σήμερα η πόλη δεν αποτελεί οδό προς τη σταθερή και αταλάντευτη ανάπτυξη. Χρειάζεται προσοχή, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Δεν πρέπει να χαθεί ακόμη μια ευκαιρία, όπως έγινε κυρίως στη δεκαετία του ΄80 με την ανάπτυξη του φασόν έτοιμου ενδύματος. Τότε, το κράτος είχε διαθέσει πολλά χρήματα για την ενίσχυση του κλάδου, αλλά σε λανθασμένη κατεύθυνση. Επιχορήγησε δηλαδή «εξαγωγές» αντί για ενισχύσεις (π.χ. για βελτίωση της δυνατότητάς του στο design) που θα βοηθούσαν με βάση αυτό που διέθεταν ήδη οι σχετικές επιχειρήσεις, δηλαδή τη φασόν παραγωγή για μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, ώστε να κάνουν το άλμα προς τα μπρος (stepping stone) παράγοντας σταδιακά προϊόντα για τη διεθνή αγορά.3
Δεύτερον, πρόσφατα (Μάρτιος 2024) μια πολύ σημαντική επιχείρηση της πόλης, η BETA CAE Systems, εξαγοράστηκε από αμερικάνικο όμιλο έναντι 1,15 δισ. ευρώ. H εταιρεία απασχολεί 500 εργαζόμενους, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι πολύ εξειδικευμένοι, έχει κύκλο εργασιών 90 εκ. ευρώ, εδρεύει στην Ελβετία και διαθέτει θυγατρικές σε 10 χώρες, αλλά η «ψυχή» της, το κέντρο Έρευνας και Ανάπτυξης, παραμένει στη Θεσσαλονίκη. Για περισσότερες από δύο δεκαετίες ηγείται στην εξέλιξη της μηχανικής προσομοίωσης, καθώς και στους τομείς των ηλεκτρονικών, της ενέργειας και άλλους βιομηχανικούς κλάδους. Στηρίζεται στο υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό της και αποτελεί τυπική περίπτωση αυτού που έχει αποκληθεί «ελληνικό παράδοξο»: παράγει προϊόντα εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, αλλά τα επιτεύγματά της δεν αξιοποιούνται από την ελληνική οικονομία, αλλά από επιχειρήσεις στο εξωτερικό.
Η εξαγορά της ΒΕΤΑ ωφελεί αναμφίβολα τους μετόχους της, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί δυνητικά μέγα πλήγμα για τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι στρατηγικές αποφάσεις για την εταιρεία θα μεταφερθούν εκτός Ελλάδος και θα ενταχθούν στην ευρύτερη στρατηγική του πολυεθνικού σχήματος, καθιστώντας όλα τα σενάρια πιθανά για το μέλλον. Η εξέλιξη αυτή είναι ακόμη ένα βήμα στην κατεύθυνση της υπερσυγκέντρωσης των επιχειρήσεων και της δημιουργίας τεχνολογικών σχημάτων-κολοσσών με έδρα κυρίως στις ΗΠΑ, ενώ δεν προμηνύει τίποτε θετικό για τον μέσο πολίτη ούτε στη χώρα μας, ούτε στην ΕΕ, ούτε καν στις ΗΠΑ.
Η ΒΕΤΑ δραστηριοποιείται στην «Οικονομία της Γνώσης», δηλαδή στην κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να προσανατολιστεί η χώρα. Όπως δείχνει το τεράστιο τίμημα για την εξαγορά της εταιρείας, η έρευνα και η καινοτομία δημιουργούν προστιθέμενη αξία για τις επιχειρήσεις, την οικονομία και την κοινωνία. Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να γίνουν κατανοητές οι αιτίες πώλησης της εταιρείας. Ακόμα κι αν κάποιος εικάσει προσωπικούς λόγους του κύριου μετόχου, αυτό που κυρίως πρέπει να μας απασχολήσει είναι αν μια τέτοια επιχείρηση, που κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο για πάνω από δυο δεκαετίες σε τομείς αιχμής της τεχνολογίας, «έχει φτάσει στα όριά της». Γιατί η ίδια η πόλη δεν μπορεί πια να της προσφέρει αυτά που χρειάζεται για να εξελιχθεί. Χρειάζονταν πολύ μεγάλες επενδύσεις; Έχει αρχίσει να ξεπερνιέται η πατέντα που ανέπτυξαν το 2000 και την εξέλισσαν έκτοτε; Αναμένονται τεράστιες αλλαγές στον κλάδο λόγω των εξελίξεων στην τεχνητή νοημοσύνη; Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να εξεταστούν τόσο σε επίπεδο εταιρείας όσο και σε επίπεδο πόλης και χώρας.
Όλα τα δεδομένα δείχνουν πως επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τεχνολογίες αιχμής μπορούν να αποκτήσουν μια δυναμική (να γίνουν δηλ. «μονόκεροι»4) σε συγκεκριμένες χώρες και πόλεις. Σύμφωνα με το Global Startup Ecosystem Map,5 το 2023 υπήρχαν 1.113 μονόκεροι σε 51 χώρες και 154 πόλεις. Το 88,2% αυτών των επιχειρήσεων συγκεντρώνονταν σε 10 χώρες, και συγκεκριμένα σε ΗΠΑ 53,4%, Κίνα 12,9%, Ινδία 6,1%, Βρετανία 4,1%, Γαλλία 2,6%, Ισραήλ και Γερμανία από 2,3%, Καναδά 1,9%, Βραζιλία και Σιγκαπούρη από 1,3%. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις αυτές συγκεντρώνονται κυρίως σε κάποιες από τις παγκόσμιες μητροπόλεις: Σαν Φρανσίσκο, Nέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Βοστόνη, Πεκίνο, Σαγκάη, Λονδίνο, Μπαγκαλόρ, Παρίσι και Τελ Αβίβ.
Αυτό που πέτυχε η ΒΕΤΑ στην Ελλάδα και, μάλιστα, στη Θεσσαλονίκη συνιστά εξαίρεση. Πρέπει να γίνει κατανοητό τι είναι αυτό που βάζει ένα «ταβάνι» στο πόσο μπορεί να εξελιχθεί μια τέτοια επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη, στην Ελλάδα. Και βέβαια, τι μπορεί να γίνει ώστε αυτό να ξεπεραστεί, έστω σε κάποιο βαθμό; Το σίγουρο είναι ότι τέτοιες εταιρείες πρέπει να παραμείνουν στη χώρα, ώστε να «δομηθεί» σταδιακά ένα cluster επιχειρήσεων στην Οικονομία της Γνώσης (Λαμπριανίδης, 2024). Συνεπώς είναι άστοχοι οι πανηγυρισμοί για την εξαγορά της ΒΕΤΑ.6
Προτάσεις πολιτικής για τη «φυγή της Θεσσαλονίκης προς τα μπρος»
Η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να εισέλθει σε πορεία ανάπτυξης, γιατί δεν αντιμετωπίζει τα διαρθρωτικά προβλήματα της κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής της δομής. Οι εγχώριοι παίκτες της Θεσσαλονίκης στερούνται κάθε μέσο, εκτός από την εκπροσώπηση του τόπου διαμονής τους στην Αθήνα, πράγμα που οδηγεί στη στρατηγική της εξάρτησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πόλη εκδίδεται μόνο μία ημερήσια εφημερίδα και ότι υποβαθμίστηκε τελείως η ΕΡΤ3, ο σταθμός της Δημόσιας Ραδιοτηλέορασης με έδρα της Θεσσαλονίκη. Έτσι, η πόλη χάνει διαρκώς τις ευκαιρίες που εμφανίζονται χωρίς να μπορεί να αξιοποιήσει τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματά της, ενώ συχνά καταλήγει να κυνηγά «έργα βιτρίνας» (πλατεία Αριστοτέλους, Μοδιάνο, ΔΕΘ, κτλ.), ή έργα χωρίς σχεδιασμό (flyover). Μετά την κατάργηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού (Χάρτης 1), παρατηρούμε αυτοσχεδιασμούς και άστοχες σημειακές παρεμβάσεις (Ειδικά Χωρικά/Πολεοδομικά Σχέδια), συμβατές με τις επιθυμίες και τα επενδυτικά σχέδια προβεβλημένων παραγόντων, σε θέματα αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας και υποδομών.
Η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, η γενικότερη υποχώρηση της οικονομίας και κυρίως η αύξηση της ανεργίας δεν οδήγησαν σε συστηματική προσπάθεια για «φυγή προς τα εμπρός» μέσω νέων πρωτοβουλιών. Αντίθετα, κυριάρχησε ο συντηρητισμός, όχι μόνο σε πολιτικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο: οι τοπικές επιχειρήσεις ακολούθησαν μια «στρατηγική» προσανατολισμένη στο φθηνό κόστος εργασίας, που οδήγησε σε έλλειψη ανταγωνιστικότητας και σε περιορισμένη ζήτηση για επιστήμονες. Η πόλη φοβήθηκε το καινούργιο και το διαφορετικό, αποφεύγοντας τη συνύπαρξη με ανθρώπους από πολλές χώρες και πολιτισμούς. Αντ’ αυτού, αναλώθηκε σε ματαιόδοξες και ανώφελες ρητορείες («Μητρόπολη των Βαλκανίων», «συμπρωτεύουσα») εμφανίζοντας χαρακτηριστικά γηράσκοντος οργανισμού.
Έτσι, ενδυναμώθηκε ο «φαύλος κύκλος» της υπανάπτυξης. Το πραγματικό αίτιο της υποχώρησης της πόλης είναι η απουσία μιας ισχυρής συμμαχίας κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και πνευματικών δυνάμεων (Πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα όπως το ΕΚΕΤΑ, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, σχήματα και οργανισμοί όπως το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, η HELEXPO, ο επιχειρηματικός κόσμος, η κοινωνία των πολιτών, κ.ο.κ.), που να είναι σε θέση να συντονίσει τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου Σχεδίου για την ανάπτυξή της. Μια τέτοια συμμαχία όμως ήταν πολύ δύσκολο να συσταθεί, γιατί αντέκειτο στο παραμύθι της «συμπρωτεύουσας», το οποίο ήταν ένα βολικό αφήγημα για όλους τους εμπλεκόμενους (Καλογερέσης, 2024, σ. 202).
Για την κεντρική διοίκηση η ύπαρξη μιας «συμπρωτεύουσας» συντηρούσε την ανυπόστατη ρητορική για τη σημασία της πόλης. Για τις τοπικές διοικήσεις, η φαντασίωση της συμπρωτεύουσας αποτελούσε το άλλοθι για την ανυπαρξία στρατηγικού σχεδιασμού. Έτσι, η ευθύνη διαμόρφωσης στρατηγικής δεν βάρυνε τις τοπικές αρχές, οι οποίες μπορούσαν άνετα να διαμαρτύρονται ως οι μόνιμα αδικημένοι από «το κράτος των Αθηνών». Η κατάσταση αυτή κατέρρευσε στη δεκαετία του ’90 με την τεράστια διεύρυνση του χάσματος με την Αθήνα, που μετέτρεψε τη Θεσσαλονίκη στη μεγαλύτερη επαρχιακή πόλη (Λαμπριανίδης, 2008).
Πώς θα μπορούσε η Θεσσαλονίκη να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά στις συνθήκες γενικευμένης κρίσης που περνάει η χώρα; Με αξιοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων της προς τον σκοπό της διεύρυνσης του ρόλου της, εθνικά και διεθνώς.
Ολοκληρωμένος σχεδιασμός της αναπτυξιακής πορείας
Ο νέος ρόλος της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να προκύψει αυτομάτως. Απαιτείται ολοκληρωμένος σχεδιασμός, ο οποίος πρέπει να προκύψει μέσα από διαβούλευση με την τοπική κοινωνία, τους παραγωγικούς φορείς και τα πολιτικά κόμματα. Χρειάζεται να χτιστεί ένας σταθερός συσχετισμός παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, που θα προκύψει από εκείνες τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες, που συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τη διάγνωση αλλά και τους τρόπους επίλυσης των ευρύτερων κοινωνικών προκλήσεων και συμφωνούν στην ανάγκη για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος προς την κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης, αναζωογόνηση της ελληνικής περιφέρειας, βελτίωση της «ζώνης των κοινών»,7 διακοπή της πορείας απαξίωσης του δημοσίου σε υγεία, παιδεία, επαναφορά του κρατικού ελέγχου σε στρατηγικούς τομείς.
Η Θεσσαλονίκη πρέπει να δει τον εαυτό της ως αυτή που θα οργανώσει την ανάπτυξη όλης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας
Η Θεσσαλονίκη κυριαρχεί απολύτως στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (ΠΚΜ). Ενδεικτικά, το ΑΕΠ που παράγεται στην ΠΚΜ αποτελεί το 15% του συνόλου της χώρας. Ποσοστό 9,6% προέρχεται από την Περιφερειακή Ενότητα (ΠΕ) Θεσσαλονίκης, το σύνολο της απασχόλησης στην ΠΚΜ αντιστοιχεί σε 16,2% του συνόλου της χώρας (10,3% από την ΠΕ Θεσσαλονίκης), η απασχόληση στη βιομηχανία της ΠΚΜ είναι 19,8% του συνόλου της χώρας (13,8% από την ΠΕ Θεσσαλονίκης), ο πληθυσμός της ΠΚΜ είναι 17,1% του συνόλου χώρας (60,9% από αυτό είναι της ΠΕ Θεσσαλονίκης) (ΕΛΣΤΑΤ).
Επίσης οι ΠΕ της ΠΚΜ, και σε κάποιο βαθμό ακόμη και αυτή της Θεσσαλονίκης, υφίστανται μια «διπλή διαρροή» (double brain drain – Λαμπριανίδης κ.ά., 2016). Δηλαδή, ένα μέρος του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού τoυς φεύγει στο εξωτερικό και ένα άλλο στην Αθήνα, γιατί η προοπτική επαγγελματικής απασχόλησης και η ποιότητα ζωής, ακόμη και στη Θεσσαλονίκη, είναι κατώτερες των προσδοκιών του.8 Το γεγονός αυτό την οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο περαιτέρω αποδυνάμωσης, γιατί σήμερα στοιχείο-κλειδί για την ανάπτυξη μιας οικονομίας είναι το «άυλο κεφάλαιο», δηλαδή το ανθρώπινο δυναμικό της.
Όμως, η Θεσσαλονίκη δεν παίζει τον ρόλο της ως οργανωτή της ανάπτυξης του συνόλου της ΠΚΜ. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι δεν είναι κατανοητό στις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις της πόλης ότι ένας τέτοιος ρόλος θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά τόσο για την ανάπτυξή της, όσο και για την ανάπτυξη της υπόλοιπης ΠΚΜ (win-win). Αντίθετα, φαίνεται πως υπάρχει μια λογική ότι αποτελεί ένα «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος» (zero sum game), δηλαδή ό,τι κερδίζει π.χ. η ΠΕ Σερρών το χάνει η ΠΕ Θεσσαλονίκης.
Διασύνδεση των Πανεπιστημίων με την Ελληνική Οικονομία
Πρέπει να υπάρξουν πολιτικές για τη στήριξη της επαναβιομηχάνισης της πόλης με σύγχρονους όρους, που σταδιακά θα επιτρέψουν την αξιοποίηση και αλληλεπίδραση των καινοτομιών που παράγει το ερευνητικό σύστημα της περιοχής. Οι συνέργειες πανεπιστημίου και παραγωγής αποτελούν σημαντικό συντελεστή για την παραγωγή καινοτομίας, τεχνολογίας, προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα, συμβάλλουν στη διάχυση της καινοτομίας και της τεχνολογίας σε διάφορους τομείς παραγωγής. Η ανάπτυξη ερευνητικών προγραμμάτων από πανεπιστημιακές ερευνητικές ομάδες σε συνεργασία με επιχειρήσεις και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι αναμφίβολα θετική, καθώς θα συμβάλει επίσης στη συγκράτηση εξειδικευμένου δυναμικού στην πόλη.
Δημιουργία «Οργανισμού Ανάπτυξης της Συνεργασίας της ΝΑ Ευρώπης»
Το αναπτυξιακό μέλλον της Βόρειας Ελλάδας, γενικότερα, συνδέεται καθοριστικά με την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ Ευρώπης, αλλά και με την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία. Ο Οργανισμός αυτός θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των λαών της περιοχής και θα συντελέσει στην ανάπτυξη μεγαλύτερων βαθμών συνεργασίας με μια λογική συνανάπτυξης. Θα αναπτύξει πολιτικές στο σύνολο των τομέων, όπου η από κοινού δραστηριοποίηση υπόσχεται να παράσχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα σε σχέση με τη μεμονωμένη δραστηριοποίηση.
Υπάρχει ένα μεγάλο εύρος κοινών προβλημάτων, που διαπερνά το σύνολο σχεδόν των χωρών της περιοχής, και ιδίως των περιοχών πέριξ των συνόρων: μικρές αγορές, περιορισμένη επενδυτική ελκυστικότητα λόγω του μικρού μεγέθους της κάθε μεμονωμένης αγοράς, μεγάλη διαρροή εγκεφάλων, έντονο δημογραφικό πρόβλημα. Αντίστοιχα πολιτικές όπως η από κοινού προετοιμασία εμπορικών και λοιπών συμφωνιών με τρίτες χώρες, η δημιουργία κοινών τουριστικών πακέτων και από κοινού διαφήμισή τους, η διοργάνωση κοινών ενεργειών εμπορικής προώθησης της ΝΑ Ευρώπης, η συνεργασία για προώθηση προτάσεων σε ΕΕ, αλλά και αλλού, αποτελούν εφαρμοσμένα εργαλεία που προωθούν τα συμφέροντα της περιοχής ως συνόλου.
Δημιουργία Μητροπολιτικής Διοίκησης του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης πρέπει να διασφαλίσει τη συνεργασία όλων των δήμων της μητροπολιτικής περιοχής, ώστε να δημιουργηθεί μια κρίσιμη μάζα (πληθυσμιακή, οικονομική και πολιτική), που θα επιτρέψει στη Θεσσαλονίκη να αναδειχθεί σε σημαντικό πόλο (Χάρτης 2). Για παράδειγμα, η μητροπολιτική διοίκηση θα μπορούσε να δημιουργήσει μια δομή στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων9 και των startups, να ασκήσει στεγαστική πολιτική, κυρίως για κάποιες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, να επεξεργαστεί ένα πλαίσιο προσέλκυσης των επαναπατριζόμενων ευρωπαϊκών βιομηχανιών, που λόγω των εξελίξεων που περιορίζουν την παγκοσμιοποίηση και οδηγούν σε «κόντεμα» των αλυσίδων αξίας θα τείνουν να συγκεντρώνονται σε περιοχές του ίδιου γεωπολιτικού μπλοκ (friend shoring10).
Βελτίωση των κρίσιμων υποδομών
Στη βάση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου, η πόλη θα μπορούσε να διεκδικήσει σημαντικούς πόρους, ώστε να διασφαλίσει υψηλής ποιότητας στρατηγικού χαρακτήρα υποδομές, οι οποίες θα επέτρεπαν καλύτερη αξιοποίηση του λιμανιού και του σιδηροδρομικού δικτύου, καθώς και την αύξηση των αεροπορικών συνδέσεων. Αυτές οι υποδομές θα μπορούσαν να ωθήσουν τη Θεσσαλονίκη «προς τα εμπρός» και να την καταστήσουν έναν ισχυρό κόμβο στη ΝΑ Ευρώπη.
Υποσημειώσεις
1 Επίσης, η Θεσσαλονίκη συγκαταλέγεται σε μια μικρή ομάδα περιοχών που δεν κατάφεραν να ανακτήσουν στη δεκαετία μετά την κρίση πάνω από το 70% του εισοδήματος του 2009.
2 Εγκαινιάστηκε το 2021 από υπουργούς, οι οποίοι τόνισαν τη σημασία της για την ανάπτυξη. Στεγάστηκε σε κτίριο που της παραχωρήθηκε, αλλά τελικά αποχώρησε το 2024.
3 Ένα τέτοιο θετικό παράδειγμα από τον κλάδο της πληροφορικής στη Θεσσαλονίκη είναι αυτό της εταιρείας Baresquare, που ξεκίνησε ως web analytics agency της Sony Consumer Electronics και, αντί να μείνει “εξαρτημένη” σε αυτήν τη σχέση, προχώρησε αξιοποιώντας τη γνώση που αποκόμισε από αυτήν. Έτσι, και χωρίς να απωλέσει τον στρατηγικό αυτόν πελάτη, μετακινήθηκε εντός της αλυσίδας αξίας, διεθνοποιήθηκε και είναι πλέον μία εταιρία λογισμικού με πελάτες ακόμη και από τις ΗΠΑ.
4 Ο όρος «Unicorn» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια νεοφυή εταιρεία με αξία άνω του 1 δις $.
5 Βλ. και: https://www.startupblink.com/blog/top-unicorn-cities-and-countries/
6 Την ίδια στιγμή βλέπουμε άλλες χώρες να κάνουν ό,τι μπορούν για να συγκρατήσουν τις επιχειρήσεις τους και να διατηρήσουν τα εθνικά τους χαρακτηριστικά. Π.χ. η επιτροπή για τις ξένες επενδύσεις στις ΗΠΑ απαίτησε από την κινεζική ByteDance να πουλήσει τις μετοχές της TikTok ή να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο απαγόρευσης της εφαρμογής (The Guardian 14.3.24).
7 Αναφέρεται σε ένα σύστημα ή περιοχή όπου τα κοινά αγαθά και οι πόροι διαχειρίζεται συλλογικά μια κοινότητα. Ο όρος «κοινά» (commons) αναφέρεται σε φυσικούς πόρους (δάση, νερό, βοσκοτόπια, κ.ά.), ή πολιτιστικά αγαθά (παραδόσεις, ιστορικά μνημεία, γλώσσα κ.ά.) που ανήκουν σε μια κοινότητα και όχι σε ιδιώτες ή το κράτος.
8 Το 2021 στην ΠΕ Θεσσαλονίκης το 30,5% των ατόμων ηλικίας 25-64 είχαν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην ΠΕ Αθηνών ήταν 35,4%, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες ΠΕ της ΠΚΜ ήταν κάτω από το μ.ό. της χώρας (25,8%) και σε ορισμένες πολύ πιο κάτω (Χαλκιδικής 17,2%, Κιλκίς 17,1% και Πέλλας 16,2% – Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ).
9 Θα επιφέρει πολλαπλασιαστικά αναπτυξιακά αποτελέσματα, υποστηρίζοντας έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων γύρω από ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών, όπως χρηματοδοτικές ευκαιρίες, εξωστρέφεια, καινοτομία κ.ά.
10 Π.χ. η δανέζικη ζυθοποιία Carlsberg εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία αποφάσισε να μεταφέρει από άλλα εργοστάσια της Ευρώπης μέρος της παραγωγής της στις εγκαταστάσεις της Ολυμπιακής Ζυθοποιίας στη Σίνδο.