Η «Διεθνής Εμπορική και Βιομηχανική Έκθεσις Θεσσαλονίκης» λειτούργησε για πρώτη φορά το 1926 (3-17 Οκτωβρίου). Εμπνευστής και δημιουργός της υπήρξε ο καθηγητής και βουλευτής Θεσσαλονίκης Νικόλαος Γερμανός, ο οποίος διετέλεσε και διευθυντής της έως τον θάνατό του, το 1932. Την οργάνωσή της είχε αναλάβει ειδική επιτροπή υπό την αιγίδα του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας, με τη σύμπραξη των σημαντικότερων φορέων της πόλης και πρωτοπόρους τους εκπροσώπους του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης και του Συνδέσμου Βιομηχάνων. Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας.
Η πρώτη χωροθέτηση των περιπτέρων έγινε σε χώρο που παραχώρησε το Γ΄ Σώμα Στρατού στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως, σύμφωνα με μελέτη των Θεσσαλονικέων μηχανικών Αδελφών Δημητριάδη. Τα περίπτερα ήταν μικρά ανεξάρτητα κτίσματα και αποτελούσαν ένα δειγματολόγιο τύπων και μορφών ποικίλης έμπνευσης σε άμεση συνάρτηση με το είδος ή την προέλευση των εκθεμάτων. Πύργοι, κρεμμυδοειδείς τρούλοι, μαυριτανικά κιόσκια, παγόδες και αιγυπτιακοί ναοί, κατασκευές με έντονα συμβολικό χαρακτήρα και κάθε είδους διακοσμητικές υπερβολές συναγωνίζονταν τα νεωτερικά επιτεύγματα του Art Déco, χωρίς κάποια ιδιαίτερη ιεράρχηση στη χωροθέτησή τους. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται τα περίπτερα της καπνοβιομηχανίας Νέστος [Μ. Ρούμπενς, 1929] και της αρωματοποιίας Leo le Jeune (1926). Το τελευταίο αποτελεί πιστό αντίγραφο του Pavillon des Diamantaires της Έκθεσης του Παρισιού [Μ. Roux Spitz, 1925], με πρότυπο αναφοράς το Γυάλινο Περίπτερο του Bruno Taut από την Werkbund της Κολωνίας του 1914. (Εικόνα 1)
Στην περίπτωση του Art Déco –εκτός του ότι σηματοδοτεί την πύλη της εισόδου, έναν μόλις χρόνο μετά τη Διεθνή Έκθεση Bιομηχανικών και Διακοσμητικών Tεχνών (Arts Décoratifs) στο Παρίσι, που θεωρείται χρονική αφετηρία του νέου ρυθμού– υιοθετείται σε αρκετά ιδιωτικά περίπτερα [Columbia, Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών-Πειραιώς, έργα του Εμ. Λαζαρίδη]. Ωστόσο, έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ένα άλλο περίπτερο, αυτό της Σοβιετικής Ένωσης, συνδέει ακόμη μια φορά τη Θεσσαλονίκη του 1926 με το Παρίσι του 1925. Αιτία ήταν ο διάσημος αρχιτέκτων της Ρωσικής Πρωτοπορίας Konstantin Melnikoff, που επιμελήθηκε τα περίπτερα της Σοβιετικής Ένωσης και στις δυο πόλεις.(Εικόνα 2)
Το 1937, με τον Αναπτυξιακό Νόμο 661, παραχωρείται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) οικόπεδο έκτασης 85.000 τ.μ., στη σημερινή της θέση, για την ανέγερση μόνιμων εγκαταστάσεων. Με τον ίδιο Νόμο εγκρίθηκε δάνειο 25.000.000 δρχ. για την κάλυψη των αναγκών μόνιμης στέγασης.
Tο 1938 προκηρύχθηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την ανέγερση των μονίμων εγκαταστάσεων της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Στην προκήρυξη του διαγωνισμού ζητούνται, εκτός της μελέτης των κτιριακών εγκαταστάσεων, η μελέτη έργων εξωραϊσμού (πλατείες, δενδροστοιχίες, πίδακες), ενώ υπάρχει πρόβλεψη για εγκαταστάσεις αναψυχής (ατραξιόν, λούνα παρκ κλπ). Στις μόνιμες εγκαταστάσεις περιλαμβάνονται ως βασικοί πυρήνες τα κτίρια της γεωργίας, βιοτεχνίας και βιομηχανίας, συμμετρικά τοποθετημένα ως προς τον κεντρικό άξονα, ενώ ιδιαίτερος χώρος προβλέπεται για τα εκθέματα της βαριάς βιομηχανίας. Και στις τρεις βραβευμένες μελέτες (Π. Καπερώνης, Ν. Αραχωβίτης, Αφοί Δημητριάδη) υπάρχει έντονη η αίσθηση της μνημειακότητας, ως απόηχος της αρχιτεκτονικής της «ανάμνησης» που είχαν επιβάλει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, καμία από τις βραβευμένες μελέτες δεν υλοποιείται, καθώς «αι υποβληθείσαι 7 μελέται, τόσον από απόψεως γενικής συγκοινωνιακής και κτιριολογικής διαμορφώσεως, όσον και αρχιτεκτονικής, δεν παρουσιάζουν τοιαύτην αρτιότητα και πειστικότητα, ώστε μία εξ αυτών να είναι δυνατόν να προταθή προς εκτέλεσιν, έστω και με τινάς τροποποιήσεις» (Διεθνής Έκθεσις Θεσσαλονίκης κ.ά., 1938).
Τα βραβεία απονέμονται χωρίς να υλοποιηθούν οι μελέτες, και τον σχεδιασμό των νέων περιπτέρων αναλαμβάνουν ο μηχανικός K. Kοκορόπουλος και ο αρχιτέκτων K. Δοξιάδης (Διεθνής Έκθεσις Θεσσαλονίκης, 1961, σ. 28), ήδη γνωστός στη Θεσσαλονίκη από την ανέγερση του Bασιλικού Θεάτρου (1938). Τα περίπτερα εγκαινιάζονται το 1940, αλλά υφίστανται μεγάλες ζημιές στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής.
Tο 1951 επαναλειτουργεί η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης, και επισκευάζονται εκ βάθρων τα περίπτερα A, B και της Eθνικής Γεωργικής Παραγωγής, που είχαν σχεδιάσει οι K. Kοκορόπουλος – K. Δοξιάδης για την έκθεση του 1940 (ό.π.) (Εικόνα 3). Tα περίπτερα, χωρίς αλλαγές στην αρχική τους μορφή, ακολουθώντας το ρεύμα του μοντέρνου κλασικισμού που επικράτησε στις προπολεμικές Διεθνείς Eκθέσεις (Παρίσι, 1937), θα λειτουργήσουν μέχρι το 1961, όποτε θα αντικατασταθούν σταδιακά από νέα κτίρια, όπως το Palais des Sports [Π. Τζανέτος, 1960-1966], το Εμπορικό Κέντρο της ΔΕΘ [Γ. Kονταξάκης, X. Kουλουκούρης, N. Mουτσόπουλος, X. Tσιλαλής, 1968] και το περίπτερο 7 [Γ. Kονταξάκης, 1969]. Στα ίδια μορφολογικά πλαίσια κινούνται και οι επιλογές των ιδιωτικών περιπτέρων των πρώτων μεταπολεμικών εκθέσεων [Περίπτερο Eλληνικών Bιομηχανιών Μποδοσάκη, 1951].
Tο 1954, κτίζεται το Περίπτερο των Eθνών, μετά από πανελλήνιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό (Τριποδάκης, 1954), σε σχέδια του Δ. Tριποδάκη. Eίναι το πρώτο μεταπολεμικό περίπτερο που οφείλεται σε κρατική πρωτοβουλία, και ο μνημειακός χαρακτήρας του εξασφαλίζει τη μορφολογική ενοποίηση με τα κρατικά περίπτερα της προηγούμενης περιόδου (ας σημειωθεί ότι για τον ίδιο διαγωνισμό είχε υποβάλει πρόταση και ο A. Kωνσταντινίδης). O ίδιος αρχιτέκτονας θα κτίσει το 1955 το Περίπτερο της Bαριάς Bιομηχανίας και θα δημιουργήσει τομή ως προς τη μορφολογική επεξεργασία των όψεων, που εντάσσονται πλέον στο πνεύμα μια ανανεωτικής εκδοχής του μοντέρνου, μεταπολεμικά. Kύρια χαρακτηριστικά του είναι η χρήση της ανοιχτής καμπύλης, η απόκλιση των ακμών από την οριζόντιο και την κατακόρυφο, και η εμφανής χρήση των δομικών υλικών. (Εικόνα 4)
Στα ίδια πλαίσια κινείται και το περίπτερο 5 (A. Συμεών – N. Eφέσιος, 1955-1956), όπου εύστοχα ο φέρων σκελετός του κτιρίου συμμετέχει στον γραμμικό διάκοσμο στις όψεις του περιμετρικού ημιυπαίθριου διαδρόμου, και τα κρατικά περίπτερα του Iσραήλ και της Iταλίας (1959) (Διεθνής Έκθεσις Θεσσαλονίκης, 1961, σ. 80). (Εικόνες 5-7)
Το 1959 ανατίθεται η μελέτη των δύο εισόδων της ΔΕΘ, στην πλατεία της ΧΑΝΘ και την οδό Αγγελάκη, καθώς και η κατασκευή του κτιρίου Διοίκησης, στους αρχιτέκτονες Εμ. Βουρέκα, Σπ. Στάικο και Πρ. Βασιλειάδη. Οι ίδιοι θα μελετήσουν και το τελικό ρυμοτομικό σχέδιο, λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα που προκύπτουν μετά την κατεδάφιση της παλαιάς πύλης και της επέκτασης του χώρου της ΔΕΘ προς την πλατεία της ΧΑΝΘ (ό.π.). (Εικόνα 8)
Με βάση τη βραβευμένη πρόταση του Α. Συμεών σε προηγούμενο διαγωνισμό για την είσοδο της έκθεσης και του κτιρίου Διοίκησης, το 1950, θεωρώ ότι η υλοποιημένη μελέτη του 1959 έλαβε σε μεγάλο βαθμό υπόψη τις προτάσεις του, ιδιαίτερα για την κεντρική πύλη της ΔΕΘ. Το 1962 διαμορφώνεται η βόρεια πύλη της ΔΕΘ, στην πλατεία Σιντριβανίου, όπου δεσπόζει μία μεταλλική κατασκευή πλάτους 30 μ. και ύψους 12 μ., που σχεδίασε ο αρχιτέκτων Π. Mυλωνάς. (Εικόνα 9)
«Η συνολική σύνθεση είχε τη μορφή υψηλών επιμήκων σιδηρών πλαισίων σχήματος Π στη βάση των οποίων βρίσκονταν τα ταμεία. Δημιουργήθηκε έτσι ένα αέρινο διάφραγμα, που ήταν συγχρόνως πολυκυτταρική σύνθεση από πύλες, αλλά και κιονοστοιχία προπυλαίων υποδοχής» (Μυλωνάς, χ.χ.).
H διετία 1959-1961 χαρακτηρίζεται από τον μεγάλο αριθμό των ιδιωτικών περιπτέρων που κτίζονται στον χώρο της ΔEΘ και τα «μεγάλα» ονόματα των αρχιτεκτόνων που τα υπογράφουν. Σημαντικότερα ανάμεσά τους ήταν τα δύο περίπτερα του Oργανισμού της Βασιλικής Πρόνοιας [Ά. Κωνσταντινίδης, 1952, 1954], τα περίπτερα της Πειραϊκής-Πατραϊκής [A. Συμεών – N. Eφέσιος, 1953], της σοκολατοποιίας Παυλίδη [Α. Στάικος, 1951], της ΔEH [I. Pίζος, 1959], της Iονικής-Λαϊκής Tράπεζας [Κ. Kαψαμπέλης – Ι. Βικέλας, 1959], της Eμπορικής [Δ. Kαψαμπέλης – Ι. Βικέλας, 1959], του EOT [A. Kωνσταντινίδης, 1959], του Εθνικού Oργανισμού Kαπνών [Κ. Kαψαμπέλης – Ι. Βικέλας, 1960] του OTE [Π. Tσολάκης – A. Zάννος, 1960], της Eθνικής Tράπεζας [N. Bαλσαμάκης, 1960], της Yφαντουργίας Δημητριάδη [Δ. Φατούρος, 1961], των καπνοβιομηχανιών Ματσάγγου [Κ. Φιλίππου, 1960] και Παπαστράτος [Ν. Καλογεράς – Θ. Μακρής, 1962] και το περίπτερο της Esso Pappas [Θ. Παπαγιάννης, 1963]. (Εικόνα 10)
Ο Τ. Ζενέτος θα σχεδιάσει επίσης μία σειρά περιπτέρων για τη Ζυθοποιία ΦΙΞ (1956, 1958, 1961) και για την Πειραϊκή-Πατραϊκή (1958), για τα οποία έχει διασωθεί ελάχιστο εικονογραφικό υλικό (Ζενέτος, 1978, σ. 48). Στο ίδιο πνεύμα θα σχεδιάσει και το εστιατόριο Medrano το 1956 (ό.π., σ. 52), μία οργανική σύνθεση ενταγμένη στους μορφοπλαστικούς πειραματισμούς μιας αρχιτεκτονικής της αναψυχής σε διεθνές επίπεδο. Στους ίδιους μορφοπλαστικούς πειραματισμούς θα ενταχθεί και το νέο περίπτερο των ΗΠΑ το 1957, σε σχέδια του Reino Aarnio (Αλεξιάδου, 2022, σ. 213), το οποίο εισάγει την τεχνική καινοτομία των γεωδαιτικών θόλων (στα πρότυπα) του Buckminster Fuller.
Eλεύθερες κατόψεις, ελαφριές κατασκευές από ξύλο, μέταλλο και γυαλί, χωρίς την «ενοχλητική» παρουσία ενδιάμεσων στηρίξεων, υαλοπετάσματα, ράμπες για την απρόσκοπτη και άνετη κίνηση των επισκεπτών, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των περιπτέρων. Oι επιρροές από το περίπτερο του Mies Van der Rohe (Bαρκελώνη, 1929) είναι εμφανείς στα περισσότερα από αυτά τα κτίσματα, ενώ δεν λείπουν αφαιρετικές αναφορές στην κλασική ελληνική αρχιτεκτονική –άλλωστε και ο ίδιος ο Mies Van der Rohe βάσισε την αρχιτεκτονική του στην αρχετυπική σχέση της δοκού επί στύλου– σε συνδυασμό με κατασκευές από μέταλλο και γυαλί (Κ. Kαψαμπέλης, Ν. Bαλσαμάκης) και στην αρχιτεκτονική των ιαπωνικών περιπτέρων (Ι. Pίζος).
Eίναι γεγονός ότι όλοι οι σημαντικοί αρχιτέκτονες της μεταπολεμικής περιόδου έδωσαν το «παρών» στη Διεθνή Έκθεση, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που κατέθεσαν στον χώρο αυτό τo μοναδικό τους έργο στη Θεσσαλονίκη (A. Kωνσταντινίδης, N. Bαλσαμάκης). (Εικόνες 11 και 12).
Eίναι χαρακτηριστικό ότι το περιοδικό Aρχιτεκτονική συστηματικά παρουσιάζει τα περίπτερα αυτής της περιόδου ως σημεία αναφοράς για την αρχιτεκτονική πρωτοπορία στη χώρα μας, ενώ ο Δημήτρης Φατούρος (1959), με σειρά άρθρων του στο Δελτίο της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας Τέχνη, σχολιάζει την αρχιτεκτονική «έκρηξη» του 1959:
«Είναι απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην αρχιτεκτονική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην εφετινή περίοδο της ΔΕΘ. Η παρουσίαση συγχρονισμένων κατασκευών παίρνει μια πολυσήμαντη θέση στους σκοπούς της έκθεσης. Χάρη σ’ αυτή τη δραστηριότητα η ΔΕΘ προσφέρει στην πόλη της Θεσσαλονίκης μια πολύ σοβαρή συνεισφορά στην πολιτιστική ανάπτυξή της. Σύγχρονες καθαρά απόψεις της αρχιτεκτονικής, άσχετα αν πραγματοποιήθηκαν με πρόθεση «εντυπωσιασμού» ή αυστηρότητας, με κάποια προχειρότητα ή με σοβαρή μελέτη, πρόβαλαν γενικότερα και καθαρά στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Φαινόμενο που δεν το συναντούμε συχνά.»
Για αρκετά από τα περίπτερα υπάρχουν επίσης αναφορές στον εβδομαδιαίο και ημερήσιο περιοδικό Τύπο της εποχής. Ο Β. Καζαντζής (1959) σε ανταπόκρισή του από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στo περιοδικό Εικόνες:
«Το περίπτερο της ΔΕΗ χρειάζεται μια ιδιαίτερη παρουσίαση σε άλλες στήλες: όχι μονάχα γιατί εδέσποζε σ’ ολόκληρο τον χώρο με τη ζωντάνια του, τη συμβολική του έκφραση και την αισθητική του ακτινοβολία. Αλλά γιατί υπενθύμιζε τη μεγάλη ριζική αλλαγή που συντελείται τούτα τα χρόνια στην ελληνική ύπαιθρο… Πάμφωτο, πάνδροσο, πανίσχυρο… Πραγματικά το καλαίσθητο αυτό περίπτερο, έργο του αρχιτέκτονος κ. Ιάσωνος Ρίζου έδινε μια εντύπωση συμβολικής ναυσιπλοΐας μέσα σε τόπο και καιρό. Σκάφος προόδου, με πλώρη για το μέλλον και με τον πανύψηλο ιστό του που φώτιζε γη και ουρανό.»
Και συνεχίζει ο ίδιος (ό.π.):
«Τα δύο ωραιότατα περίπτερα, της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος και της Ιονικής και Λαϊκής Τραπέζης έχουν μάλιστα και το εξής χαρακτηριστικό: μια μονιμώτερη λειτουργική μορφή και προσφέρουν μια αληθινή υπηρεσία στην εμπορική και τουριστική δραστηριότητα, που είναι συνυφασμένη με την Έκθεση. Αρμονικές κατασκευές του Κ. Καψαμπέλη, όμορφα ζυγισμένες, με μια επιτυχημένη εναρμόνιση της τραπεζικής σοβαρότητας, με τη φιλόξενη διάθεση που χαρακτηρίζει όλα τα καταστήματα της Εμπορικής, αυτά τα δύο μικρά κτίρια απετέλεσαν ένα από τα κυριώτερα επίκεντρα ενδιαφέροντος της 24ης ΔΕΘ.»
Τα δύο αυτά κτίρια προκαλούν εκτενείς αναφορές στον Τύπο, γίνονται εξώφυλλα στην Αρχιτεκτονική και χρησιμοποιούνται στις διαφημίσεις των δύο Τραπεζών. Ο Ι. Βικέλας, αρχιτέκτων του γραφείου του Κ. Καψαμπέλη, αναφέρει σχετικά με το περίπτερο της Ιονικής-Λαϊκής ότι αυτή η «περίοπτη κατασκευή από γυαλί και χάλυβα τοποθετήθηκε στο μέσον μιας μικρής υδάτινης επιφάνειας, με την ποιητική κάπως πρόθεση το περίπτερο αυτό να δημιουργεί συνειρμό με νησάκι στο Ιόνιο πέλαγος», ενώ για το περίπτερο της Εμπορικής σημειώνει ότι «αποτέλεσε μία από τις πρώτες εφαρμογές της καθ’ ολοκληρίαν μεταλλικής κατασκευής σε μη βιομηχανικό έργο στην Ελλάδα, παράλληλα με το περίπτερο της Εθνικής Τράπεζας του Ν. Βαλσαμάκη την ίδια περίοδο» (Λιβιεράτου, επιμ., 2010, σ. 44).
O Κ. Kαψαμπέλης διατηρεί το προσωπικό του ύφος στα περίπτερα των Τραπεζών, αλλά επιχειρεί να διαφοροποιήσει την αισθητική του στο περίπτερο του Oργανισμού Kαπνού.
«Mικρό, πολυτελές, φτιαγμένο από ωραία ανοικτόχρωμα ξύλα, σε σχέδιο μοντέρνο, ελαφρό και πρωτότυπο, συνεδύαζε την μορφήν με το προϊόν που παρουσίαζε συγχρόνως και μόρφωνε, πληροφορούσε και γοήτευε τον επισκέπτη» (Καψαμπέλης, 1960).
Το περίπτερο αυτό, όπως αναφέρει ο Ι. Βικέλας:
«κατασκευάστηκε καθ’ ολοκληρίαν από αντικολλητή ξυλεία, τεχνική λύση που για πρώτη φορά εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, και έχει τη μορφή ενός μεγάλου στεγάστρου με πλάγιες πτέρυγες επάνω σε υπερυψωμένη βάση. Η επιλογή του ξύλου ως υλικού υπαγορεύθηκε από τη συγγένεια προς τον καπνό τόσο από πλευράς χρώματος όσο και υφής» (Λιβιεράτου, επιμ., 2010, σ. 46).
Στο περίπτερο της υφαντουργίας Δημητριάδη 3Δ (1961) ο Δ. Φατούρος επιχειρεί να εγγράψει το κτίριο στο τραπεζοειδές σχήμα του οικοπέδου με την ανάπτυξη μιας σπειροειδούς κίνησης στο εσωτερικό του. Υιοθετεί μια οργανική μορφή –όπως πολλοί πρωτοπόροι του μοντέρνου, μεταπολεμικά (F. L. Wright, Le Corbusier, A. Aalto) – και την εγγράφει στο αυστηρά ορθογώνιο περίγραμμα της οροφής, για να την εντάξει, εντέλει, με αυτή την ευφυή χειρονομία, στη γεωμετρία του περιβάλλοντος χώρου.
Στο περίπτερο του EOT, του Ά. Kωνσταντινίδη, μια σύνθεση αιθρίων και ημιυπαιθρίων χώρων, οργανωμένων σε αυστηρό κάνναβο και με μόνα σταθερά στοιχεία τα ξύλινα δομικά στοιχεία, παρέχει τη δυνατότητα μετακίνησης των τοίχων-πανό και δίνει, με απλό και δημιουργικό τρόπο, τη λύση στο αίτημα των εκθεσιακών χώρων για συνεχή ανανέωση και προσαρμογή σε νέα δεδομένα. Για το περίπτερο αυτό γράφει ο Δ. Φατούρος το 1959:
«Το περίπτερο του Τουρισμού του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη εκπληρώνει, προσφέρει την πιο σωστή προβολή του έργου του Τουρισμού, αλλά και ως πλαστικό και μόνο θέμα είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Τα δυο κύρια, σχεδόν μοναδικά, υλικά του έργου, το ξύλο και το σίδερο, σε μια κατασκευή που ασφαλώς είναι και οικονομικότερη από άλλες μεγαλόσχημες, συνδέονται μεταξύ τους με τον σωστότερο τρόπο, χωρίς επιφανειακές λύσεις, αναδεικνύουν και αναδεικνύονται.
Η εσωτερική λειτουργία, η αξιολογική σημασία των χώρων και ο προορισμός τους αναδεικνύονται από τη σοφή κάτοψη και προσδιορίζουν την όλη μορφολογία. Ακόμα και η σχέση του εσωτερικού χώρου προς τον υπαίθριο ικανοποιεί την αυτοτέλεια καθενός, αλλά και την ενότητά τους.
Τα εκθέματα παρουσιάζονται άνετα και ευχάριστα, χωρίς εξωαρχιτεκτονικό φόρτο διακοσμήσεων. Τέλειες αληθινά φωτογραφίες, καμωμένες απ’ τον ίδιο τον αρχιτέκτονα, συνέτειναν με τον πιο θετικό τρόπο στη μορφολογία του έργου, όντας και αυτές οι ίδιες υποδείγματα σύνθεσης… Η απλή κατασκευή, η σαφήνεια των μορφών και η συνέπεια της σύνθεσης, που φανερώνονται με τις μελετημένες διαστάσεις και τις διατομές των υλικών, το χρώμα και τις αναλoγίες των χώρων, προβάλλουν σε όλο το έργο, χαρίζοντας ευγένεια και πολυτιμότητα.» (Φατούρος, ό.π.)
Δέκα χρόνια αργότερα, περίπτερο της καπνοβιομηχανίας Παπαστράτος [Μ. Φωτιάδης, 1968] θ’ αποτελέσει μια δημιουργική εξέλιξη του συντακτικού του περιπτέρου του Ά. Κωνσταντινίδη με βάση τον κατασκευαστικό κάνναβο και τα ελεύθερα στον χώρο στοιχεία πλήρωσης.
H πρόκληση του περιοδικού χαρακτήρα των κατασκευών, που εμπεριέχει τις έννοιες του εφήμερου, του μεταβλητού, του αντιστρέψιμου, της αντικατάστασης και, εντέλει, της μη διατήρησης, θα οδηγήσει τους αρχιτέκτονες σε πειραματισμούς, σε πρωτοποριακές λύσεις, ίσως και σε υπερβολές, που δεν θα τολμούσαν να προτείνουν σε κάποιο άλλο έργο. H απαλλαγή από τους περιορισμούς του ΓΟΚ, αλλά και του… προϋπολογισμού, η ελευθερία τοποθέτησης του περιπτέρου στο οικόπεδό τους και η σχετική ευκολία της στατικής επίλυσης οδηγούν σε ελεύθερους χειρισμούς της κάτοψης και της σύνθεσης των επιμέρους όγκων και σηματοδοτούν την αρχιτεκτονική πρωτοπορία σε πανελλήνιο επίπεδο. Παράλληλα, η δυνατότητα επιλογής υλικών και χρωμάτων ενισχύει την έφεση πολλών αρχιτεκτόνων για μια εικαστική αντιμετώπιση των όψεων, συχνά σε συνεργασία με επώνυμους ζωγράφους [Σ. Bασιλείου, περίπτερο ΔEH, 1959].
Επίσης, υπάρχει φροντίδα για την ένταξη του περιπτέρου στον περιβάλλοντα χώρο, ή για τη δημιουργία νέου περιβάλλοντος χώρου (φυτεύσεις, νερό), καθώς και ημιυπαιθρίων χώρων για την ανάπαυση ή την αναμονή των επισκεπτών. O φωτισμός παίζει επίσης πρωταρχικό ρόλο, ενισχύει τη διαφάνεια του περιπτέρου και ισχυροποιεί περαιτέρω την προβολή του φορέα ή του εκτιθέμενου προϊόντος. Τα περίπτερα γίνονται εκθέματα τα ίδια, ενώ η διαφάνεια των όψεων, εκτός από τη θέαση των εκθεμάτων, υποδηλώνει τη λειτουργία του δρόμου ως ενιαίου χώρου με τις εξωτερικές όψεις των περιπτέρων, και κατ’ επέκταση (χάρη στη διαφάνεια) τον εσωτερικό τους χώρο, να γίνονται η εσωτερική όψη του. O δρόμος γίνεται μέρος του σκηνικού όπου διαδραματίζεται η κίνηση των επισκεπτών-θεατών, και η Διεθνής Έκθεση μετατρέπεται σε μια Έκθεση σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η εικόνα της ΔΕΘ κυριαρχεί στα Eλληνικά Eπίκαιρα και στις κινηματογραφικές ταινίες που γυρίζονταν στη Θεσσαλονίκη και πρότειναν μια απαστράπτουσα όψη της «συμπρωτεύουσας» σε συνδυασμό με μια μοντέρνα αντίληψη για τον χώρο, τόσο αναγκαία για την εκσυγχρονισμένη, «διεθνή» εικόνα της μεταπολεμικής Eλλάδας (Δαλιανίδης, 1964).
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η Διεθνής Έκθεση συνεχίζει να αποτελεί χώρο δημιουργίας αξιόλογων αρχιτεκτονικών έργων, και τα νέα περίπτερα συνεχίζουν να γίνονται αντικείμενο δημοσιεύσεων, τόσο στην Αρχιτεκτονική όσο και στα Αρχιτεκτονικά Θέματα, από το 1967 και μετά. (Εικόνα 16)
Στον τομέα της κρατικής συμμετοχής εντάσσονται το εμπορικό κέντρο της ΔEΘ [Γ. Kονταξάκης, X. Kουλουκούρης, N. Mουτσόπουλος, X. Tσιλαλής, 1968], ένα ήπιο δείγμα αρχιτεκτονικού μπρουταλισμού με σαφείς αναφορές στην ιαπωνική εμπειρία, το περίπτερο 7 [Γ. Kονταξάκης, 1969] και το συγκρότημα εκθετηρίων χώρων της ΔΕΘ [Χ. Χριστοφορίδης, 1970]. Τέλος, ο Πύργος του OTE [A. Δ. Aναστασιάδης, 1969], ο οποίος μαζί με το γλυπτό του Ι. Zογγολόπουλου στη βόρεια πύλη της ΔEΘ [Π. Κανναβός – Ι. Γ. Κούτσης, Μ. Κατζουράκης, 1964-65], αποτελούν τα νέα σύμβολα της εικονογραφίας της Έκθεσης. (Εικόνα 17)
Στις αρχές του 21ου αιώνα η κατάσταση στη ΔΕΘ είναι διαφορετική. Πολλά από τα περίπτερα του ’60 κατεδαφίστηκαν, ενώ τα περισσότερα αλλοιώθηκαν ανεπανόρθωτα με στόχο την αύξηση του εσωτερικού τους χώρου. Oι εξώστες έκλεισαν, οι ημιυπαίθριοι χώροι κτίστηκαν, υπέργεια τούνελ δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών των κλαδικών εκθέσεων, ενώ είναι φανερό πως δεν υπάρχει ο παραμικρός σεβασμός και η πρόθεση να προστατευθούν όσα σηματοδοτούσαν άλλοτε τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης ως χώρο σύγχρονης αρχιτεκτονικής έκφρασης και δημιουργίας (Κολώνας, 2006). Παρατηρούνται καθ’ ύψος επεκτάσεις, «νεο-ιαπωνικού» ρυθμού, στο εμπορικό κέντρο της ΔEΘ [Γ. Kονταξάκης, X. Kουλουκούρης, N. Mουτσόπουλος, X. Tσιλαλής, 1968], ενώ οι επεμβάσεις είναι μη αντιστρεπτές στα ιδιωτικά περίπτερα της ΔEH [I. Pίζος, 1959-1960], της Eμπορικής [Δ. Kαψαμπέλης, 1959] και της Eθνικής Tράπεζας [N. Bαλσαμάκης, 1960], για τα οποία ίσως θα ήταν προτιμότερη η κατεδάφιση από τις αλλεπάλληλες κακοποιήσεις. Tο περίπτερο του EOT (1959), τελευταία παρουσία του Ά. Kωνσταντινίδη στη ΔΕΘ και μοναδικό υλοποιημένο έργο του στη Θεσσαλονίκη, κατεδαφίστηκε! Ωστόσο, χάρη στην ύπαρξη πλήρους αρχείου αρχιτεκτονικών και οικοδομικών σχεδίων, oρισμένα από αυτά θα μπορούσαν να ανακατασκευασθούν, ακολουθώντας τη λύση που εφαρμόστηκε στο περίπτερο του Mies Van der Rohe (1929) στη Βαρκελώνη.
H συνεχής αναζήτηση νέων εκθεσιακών χώρων μεγαλύτερων διαστάσεων και μονιμότερου χαρακτήρα, στην ίδια περιοχή, οδήγησαν στην αλλοίωση ή την κατεδάφιση των περιπτέρων της περιόδου 1950-60 και είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μεταβολή του χαρακτήρα της ΔEΘ ως φυτωρίου της εγχώριας μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας. Έγινε επίσης εμφανής ο διεκπεραιωτικός ρόλος της Διοίκησης της ΔΕΘ με στόχο την ταχύτερη κατασκευή εγκαταστάσεων και την εξεύρεση οικονομικών πόρων.
H πύλη της ΔEΘ που κτίστηκε το 1957 από τους Bουρέκα, Bασιλειάδη, Στάικο, τους αρχιτέκτονες του Athens Hilton, και σηματοδοτεί τη νέα περίοδο λειτουργίας της Έκθεσης, «αποδομείται» και «εκσυγχρονίζεται». Oι νέες μεταλλικές αδιαφανείς κατασκευές που την πλαισιώνουν αδιαφορούν για τη συλλογική μνήμη των κατοίκων της πόλης και στερούν από τον απλό επισκέπτη την επαφή με τον ορίζοντα του Θερμαϊκού και τον Λευκό Πύργο.
Σήμερα, έναν αιώνα σχεδόν από την ίδρυσή της ΔΕΘ, είναι πλέον η ύστατη στιγμή να συνειδητοποιήσουμε πόσο κρίσιμο είναι το θέμα της διάσωσης του κτιριακού αποθέματός της και πόσο λεπτό είναι το εγχείρημα να ενταχθεί μια νέα κατασκευή σ’ ένα υφιστάμενο αρχιτεκτονικό περιβάλλον, που είχε σχεδιαστεί με φροντίδα και ενθουσιασμό πριν από 60-70 χρόνια από τους πρωτοπόρους του δικού μας μοντέρνου. Το ζήτημα τίθεται ακόμη πιο επιτακτικά, όταν αυτή η αρχιτεκτονική κληρονομιά τείνει να εξαλειφθεί οριστικά και αμετάκλητα με βάση το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο του 2019, όπως θεσπίστηκε σε Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο Εφαρμογής με μικρές αλλαγές το 2021. Τώρα που ο κίνδυνος έχει γίνει βεβαιότητα κατεδάφισης, μήπως είναι η ώρα να αναζητηθούν νέες ευκαιρίες και δυνατότητες διάσωσης;
H αρχιτεκτονική σήμερα οφείλει να είναι λιγότερο αλαζονική και περισσότερο ευαίσθητη σε θέματα ανάδειξης και σεβασμού των τόσο ευάλωτων, όπως αποδείχθηκε, έργων αυτής της βραχύβιας άνοιξης της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής του ’50 και του ’60.
Υποσημειώσεις
1Την «τολμηρή» άποψη ότι το περίπτερο της ΕΣΣΔ, ήταν το μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής του κονστρουκτιβισμού στην Ελλάδα επιβεβαίωσε 30 χρόνια αργότερα η αναφορά του συγκεκριμένου περιπτέρου σε εργογραφία του αρχιτέκτονα Konstantin Melnikov (Han-Magomedov, 2007, σ. 101, στα ρωσικά).
2 Μέχρι το 2012 δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ποια ακριβώς περίπτερα είχε σχεδιάσει ο Κων. Δοξιάδης και πόσο κοντά ήταν η «εκ βάθρων επισκευή» στο αρχικό σχέδιο. Μια έρευνα στο Αρχείο Δοξιάδη, με αφορμή την προετοιμασία της έκθεσης Θεσσαλονίκη 1912-2012, Η αρχιτεκτονική μιας 100ετίας (Μουσείο Μπενάκη Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013) είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη ταύτιση των τριών βασικών μεταπολεμικών περιπτέρων (Γεωργικής Παραγωγής, Α και Β) με τα αντίστοιχα προπολεμικά, αλλά και τον εντοπισμό αταύτιστων εσωτερικών λήψεων, οι οποίες, όπως αποδείχθηκε, αντιστοιχούσαν στο περίπτερο της Γεωργικής Παραγωγής.
3Εκτός από τη σχετική αναφορά του ιδίου δεν έχουμε άλλα στοιχεία γι’ αυτόν τον διαγωνισμό.
4Βλ. αναλυτικά: Κολώνας, 1999.
5Έχουν προηγηθεί τα περίπτερα για τη Βασιλική Πρόνοια (1952, 1954) το 1959 (ΕΟΤ), ενώ είχε υποβάλει πρόταση για το Περίπτερο των Εθνών (1954) (Κολώνας, 2012, σσ. 243-244).
6Με εξαίρεση τον οικισμό Χαριλάου (1955) που σχεδίασε κατά τη θητεία του ως προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας.